Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γουές Άντερσον

Ξενοδοχείο Grand Budapest

Σκηνοθεσία:Γουές Άντερσον
Παίζουν:Ρέιφ Φάινς, Τόνι Ρεβολόρι ,Γουίλιαμ Νταφόε, Τζουντ Λο, Έντουαρτ Νόρτον
Διάρκεια: 99΄


Νομίζω πως ο Γουες Άντερσον  μαζί με το Ταραντίνο αγαπάνε το σινεμά πιο πληθωρικά από οποιονδήποτε άλλο ομότεχνό τους και το αποδεικνύουν διαρκώς, ανασκαλεύοντας την κινηματογραφική μνήμη και θέτοντας όλο το μεράκι και το ταλέντο τους στην υπηρεσία της απόλαυσης, τον πρώτο και απαράβατο όρο κάθε τους ταινίας. Ακόμα και αν δε σου αρέσει η δουλειά τους, είναι δύσκολο να τη βαρεθείς και να την απαξιώσεις. Φαίνεται πως ήρθε για τον Άντερσον το πλήρωμα του χρόνου για να παρουσιάσει το πιο περίτεχνο και εντυπωσιακό πετράδι της συλλογής του, το αριστούργημά του, για το οποίο θα το θυμόμαστε πάντα. Γιατί πραγματικά τίποτε δε μοιάζει ικανό να θολώσει τη λάμψη του «Ξενοδοχείου Grand Budapest» στο πέρασμα των χρόνων.
Η ως συνήθως απλή ιστορία δίνει στον Άντερσον το έναυσμα να καταστρώσει ένα μεθυστικό, αιφνιδιαστικό για τους αμύητους, εικαστικό ντελίριο που συμπυκνώνει και υπερβαίνει συνάμα το σύνολο της εργογραφίας του. Στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, ιδωμένης φυσικά μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του σκηνοθέτη, ο Γκούσταβ κρατάει τα ηνία ενός θρυλικού ξενοδοχείου στο οποίο παρελαύνει η αφρόκρεμα της ηπείρου. Τα ευτράπελα ξεκινούν όταν ο Γκούσταβ κληρονομεί έναν ανεκτίμητης αξίας πίνακα από μια θαμώνα του Grand Budapest, γεγονός που εξοργίζει την οικογένειά της και πυροδοτεί τραγελαφικές καταστάσεις. Το χλιδάτο ξενοδοχείο γίνεται μνημείο της παρακμής, της αφέλειας, της ματαιοδοξίας και της αστραφτερής κενότητας της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που επέζησε του Μεγάλου Πολέμου και μετατρέπεται σε πελώριο κουκλόσπιτο για να χωρέσει την παραδοξότητα και τη μαγεία του φιλμικού σύμπαντος του Άντερσον.
Η  σκηνοθεσία βασίζεται σε μια τεράστια αντίθεση μεταξύ φόρμας και περιεχομένου: από τη μια μεριά το στυλιζάρισμα, η επιμονή στην παραμικρότερη λεπτομέρεια,  το προσεκτικό καδράρισμα των πλάνων, η συνεκτικότητα και η γραμμικότητα της αφήγησης, η σχηματικότητα των χαρακτήρων που προσιδιάζουν σε μια ρεαλιστική οπτική. Μέσα σε αυτό το ξεκάθαρα ορισμένο πλαίσιο ο Άντερσον σκορπίζει ένα πολύχρωμο χάος- τόσα χρώματα!-,με μουσικές και μια χορογραφία κινήσεων που ανατρέχει στο βωβό κινηματογράφο. Το παραλήρημα αυτού του γήινου σουρεαλισμού ξεκινάει από το εγκεφαλικό πλην λοξό χιούμορ των διαλόγων, την παιγνιώδη διάθεση του σκηνοθέτη που έχει το θάρρος να μην πάρει στα σοβαρά ούτε το ίδιο το έργο του, την καρτουνίστικη αισθητική  , και καταλήγει στην χαλιναγωγημένη τρέλα των προσώπων που ανεβαίνουν κατά δεκάδες στη σκηνή, θυμίζοντας βικτωριανό μυθιστόρημα και συγκροτώντας έναν ετερόκλητο, αξεπέραστο  θίασο γκροτέσκ χαρακτήρων που ενώνονται με ένα αόρατο νήμα παραλογισμού.Το τελικό αποτέλεσμα σε αναγκάζει να ευχαριστήσεις τον Άντερσον που κατάφερε να παρουσιάσει μια από τις αρτιότερες εικαστικά ταινίες των τελευταίων ετών, με την γλυκιά οπτική παραζάλη να γέρνει τη πλάστιγγα προς τη μεριά του μη ρεαλιστικού παρά την εν γένει αληθοφάνεια του έργου.
Ανεξάρτητα του καλλιτεχνικού θαύματος που πετυχαίνει, ο Άντερσον έχει αυτή τη φορά να χειριστεί ένα πολυπρόσωπο καστ τέτοιας λαμπρότητας που σπάνια συναντάμε στη μεγάλη οθόνη. Η ποιότητα αυτή δε μένει μόνο στα χαρτιά, καθώς ακόμα και ο τελευταίος ρόλος είναι εκτελεσμένος αριστοτεχνικά. Αυτός που ξεχωρίζει ασφαλώς δεν είναι άλλος από τον Ρέιφ Φάινς που με ανεξάντλητη ενέργεια και πλούσιο ταλέντο υποδύεται τον Γκούσταβ, μεταδίδοντας τον ξέφρενο ρυθμό του σε όλη την ταινία και τους συμπρωταγωνιστές του. Κατά τα άλλα η Τίλντα Σουίντον  γίνεται αγνώριστη για να υποδυθεί την υπέργηρη αριστοκράτισσα, ενώ ο Γουίλιαμ Νταφόε εμφανίζεται σε ρόλο έκπληξη. Πιστός στο ραντεβού με τον Άντερσον και ο αγαπημένος του Μπιλ Μάρεϊ.
Η πλοκή δεν ενδιαφέρει, έχει την αναμενόμενη κατάληξη μέσα από μια σειρά δυσκολιών και ανατροπών. Κι όμως όταν φανούν οι τίτλοι τέλους μένεις στο κάθισμα ζητώντας και άλλο, εθισμένος πλέον στην ομορφιά των εικόνων. Μέσα σε αυτήν την προσχηματική πλοκή ο Άντερσον χωράει αβίαστα περισσότερη και αυθεντικότερη ευαισθησία από ό,τι πασχίζουν να αναδείξουν με ακαδημαϊκή μεθοδικότητα άλλοι δημιουργοί. Είναι ένας Πήτερ Παν του κινηματογράφου, αρνείται να μεγαλώσει, να εγκαταλείψει τις εμμονές, τη φαντασία και τον απίστευτο κόσμο του, ίσως γιατί ξέρει πως σε αυτά χρωστάει τα πάντα. Το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» είναι ένα καρουζέλ που μας καλεί πίσω στον άγουρο αλλά ειλικρινή παιδικό ενθουσιασμό, ένα τρενάκι που με σπασμένα τα φρένα τρέχει προς τον προορισμό της διασκέδασης.
Θοδωρής Τσομίδης / φιλμ νουαρ