Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ο Nicolas Winding Refn απο το "Valhalla Rising" ως το "Only God Forgives" του Γιάννη Σμοίλη




Ο Refn είναι ιδιαίτερος κινηματογραφιστής. Οι ταινίες του δεν είναι για όλους, κι ας έδωσε προς στιγμήν αυτή την εντύπωση το προπέρσινο hit του με τον, αγαπημένο των κορασίδων, Ryan Gosling. To Drive υπήρξε τελικά μια ταινία-παγίδα. Σε καμιά περίπτωση mainstream, με τους αργούς ρυθμούς του, τη στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία και τους ελάχιστους διαλόγους του, διέθετε παρ’ όλα αυτά έναν ιδιαίτερα δημοφιλή πρωταγωνιστή (σ’ έναν απ’ αυτούς τους ρόλους που δημιουργούν, αναπόφευκτα, μεγάλο cult following) στιβαρό σενάριο, σκηνοθεσία με άποψη, πραγματάκια δηλαδή γοητευτικά γι’ αυτό το παρενθετικό κομμάτι του κοινού που δε λέει να ενταχθεί ούτε στις τάξεις των καθαρών «σινεφίλ», ούτε όμως και στο λαό των εύπεπτων blockbusters. Αυτό το υβριδικό κοινό πιστεύει πως το σινεμά ξεκίνησε με τον Tarantino, λατρεύει ανεπιφύλακτα τον ιδιοφυή Christopher Nolan (τον οποίο συγκρίνει με τον Kubrick, χωρίς να έχει δει ούτε μια ταινία του τελευταίου-άντε, βαριά, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι»), ξέρει να πετάει την κατάλληλη στιγμή στη συζήτηση το βαρύ όνομα Scorsese για να κλέψει εντυπώσεις και μοιάζει τελικά με εγωπαθή έφηβο: δεν ξέρει τίποτα αλλά προσποιείται πως γνωρίζει τα πάντα. Χάρη σ’ αυτό το κοινό και στον Gosling, το Drive χαρακτηρίστηκε ταινία “must see” ενώ δεν ήταν παρά μια αξιολάτρευτη φιλμική παραξενιά. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας μεγάλης παρεξήγησης. Ο Refn δεν είναι Tarantino, δεν ενδιαφέρεται να «διασκεδάσει» τον κόσμο του, να εντυπωσιάσει, να μοστράρει σινεφιλία και σκηνοθετική βιρτουοζιτέ σ’ ένα κοινό που δεν έχει τη δυνατότητα να καταλάβει ούτε τις μισές απ’ τις αναφορές του. Σε αντίθεση με το παιδί-θαύμα απ’ το video club, δεν εκμεταλλεύεται μια συμπτωματική επιτυχία για να χαϊδέψει τους «πελάτες» του πουλώντας τους δωρεάν μαθήματα κινηματογραφικής κουλτούρας για αρχάριους. Πρέπει όμως να ξεφύγουμε από τη βαριά σκιά του Drive για να τον εννοήσουμε.




Ο Refn είναι καλλιτέχνης, όχι διασκεδαστής. Δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον θεατή, κι αυτό το καταλαβαίνει καλύτερα κανείς βλέποντας τα αριστουργήματα του που προηγήθηκαν του Drive: το Valhalla Rising και το Bronson. Υπερβατικά αισθητικά αντικείμενα και δύο, επιβάλλονται στη συνείδηση με εικόνες τραχιές, συντριπτικές, ανατριχιαστικά όμορφες. Δεν εξηγούν, δεν περιγράφουν, δεν στοχεύουν στο λογικό. Αφορούν το ασυνείδητο και αδιαφορούν για τις ερμηνείες. Αναπόφευκτα ενοχλούν τις μικρές συνειδήσεις πολλών με την αλαζονική αυτοαναφορικότητα τους αλλά ποιος μπορεί να κατηγορήσει ένα φυσικό τοπίο γιατί δε λέει τίποτα για τον εαυτό του; Μπορούμε να ψέξουμε την πέτρα, το δέντρο, το νερό γιατί δεν μας μιλάνε, γιατί δεν απευθύνονται σε μας αλλά παραμένουν αυτάρεσκα τυλιγμένα στο είναι τους; Οι ταινίες του Refn προσεγγίζουν την επιβλητική αδιαφορία των πραγμάτων. Δεν υπάρχουν σαν αντικειμενικοποιημένες συνειδήσεις (το έργο τέχνης είναι το πέρασμα μιας συνείδησης στο αντικειμενικό επίπεδο, στο επίπεδο του κόσμου) αλλά σαν φυσικά όντα. Αναμφίβολα κάποιος τις κατασκεύασε, κάποιος πάσχισε ιδιαίτερα για να τους δώσει την απατηλή όψη της βουβής, άκαμπτης ύλης. Ναι, ένας καλλιτέχνης που τον διακρίνουμε πίσω από τις εικόνες κάθε στιγμή, με τον τρόπο όμως που μαντεύουμε μια αχνή, φασματική θεότητα πίσω από την αρμονία και την ομορφιά του κόσμου σαν απουσία απ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο που θεωρούμε ότι έπλασε. Το χέρι του δημιουργού απλώς υπονοείται, οι εικόνες ξεπηδούν σαν αυθόρμητο ανάβρυσμα από το πρωταρχικό Τίποτα. Έχουμε να κάνουμε με γεννήσεις. Κάθε κάδρο κι από μία. Πρωτόλεια όντα που συσσωρεύονται το ένα δίπλα στο άλλο. Η κοινότητα που δημιουργείται απ’ αυτά στο τέλος, είναι το φιλμ σαν αγέλη αλλόκοσμων πλασμάτων. Ο άνθρωπος, ακόμα κι αν αντανακλάται στην επιφάνεια τους (τέλος πάντων πρέπει να τηρηθούν κάποιες συμβάσεις, πρέπει να υπάρχουν ηθοποιοί, ένα στοιχειώδες σενάριο) δεν είναι παρά φαινομενικότητα. Στην πραγματικότητα τον έχουν εξορίσει. Πουθενά δε θα βρούμε τη ζεστασιά μιας οικειότητας με το είδος μας εκεί μέσα, μιας ανθρώπινης αλληλεγγύης. Το έργο τέχνης δεν μας επιστρέφει την εικόνα μας. Είναι αυτό που συγκροτείται αρχικά σαν εικόνα και η δική μας λειτουργία συνίσταται στο να σταθούμε απέναντι της, να τη θέσουμε, να τη θαυμάσουμε και τελικά να την ερμηνεύσουμε. Ο άνθρωπος παύει να αποτελεί το προνομιακό, κεντρικό ζήτημα της τέχνης. Στο Valhalla Rising πρωταγωνιστούν τα βράχια, η ομίχλη κι ο ουρανός, στο Bronson οι τοίχοι των κελιών. Αυτή η απάνθρωπη διάσταση των ταινιών του Refn, αυτή η –επιτηδευμένη σίγουρα αλλά πειστική- αυτόνομη, ανεξάρτητη ύπαρξη τους είναι που τις καθιστά τρομακτικές και συχνά, όπως στην περίπτωση του Only God Forgives, μισητές. 



Μ’ αυτή τη νέα του ταινία όμως, αποκαθιστά την βασική, ειλικρινή του σχέση με τον άνθρωπο, το θεατή, το κοινό. Με το Drive μας ξεγέλασε και ξεγελάστηκε κι ο ίδιος. Δε στοχεύει στην επικοινωνία, δεν έχει κάποιο «μήνυμα» να μεταδώσει. Δε θέλει να γίνει αρεστός ή τουλάχιστον δε θέλει να γίνει αρεστός με τον τρόπο που οι πιο «ανθρωπιστές» καλλιτέχνες προτιμούν. Δηλαδή με τον ψυχολογισμό, τη χαρακτηρολογία, το δράμα της ηθικής ή την ηθική του δράματος. Ο κόσμος του Refn είναι πέρα από την ηθική και πέρα από τα ξεθωριασμένα λόγω υπερβολικής χρήσης «νοήματα». Είναι ένας κόσμος οριστικά διαζευγμένος απ’ το λόγο, γι’ αυτό κι οι λέξεις πέφτουν σ’ αυτόν με το σταγονόμετρο (πράγμα που ενόχλησε πολύ κόσμο, πάλι καλά, αυτό ήταν το ζητούμενο άλλωστε, να φύγουν οι πολλοί και να μείνουμε μεταξύ μας). Κοντύτερα στη Φύση, άρα και στη βία σαν φύση, το έργο τέχνης αποκαλύπτει την κτηνωδία στα κατάβαθα του πολιτισμού, χλευάζει τις καθησυχαστικές ρητορείες του συμβατικού κινηματογράφου. Όλα εδώ συμβαίνουν ανάποδα. Οι άνθρωποι δεν εκλογικεύουν την παράλογη πραγματικότητα με τη δράση τους (που παραδοσιακά συνίσταται στην επιβολή νόμων και οριοθετήσεων στις περιοδικές αναταραχές του γίγνεσθαι), αντίθετα αυτή η τελευταία τους απορροφά στο χάος της, ξεβράζοντας τους σε δεύτερη φάση σαν πειθήνια όργανα μιας αδιάλειπτης καταστροφικής δραστηριότητας. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με φαταλισμό. Δεν παρακολουθούμε τις ελεύθερες ενέργειες λογικών ατόμων, αλλά το αναπόφευκτο πέρασμα του υποκειμενικού στο αντικειμενικό. Η αιτιοκρατία του Refn είναι ταυτόχρονα μηχανική και τυχαία. Αφού δίνει στα ένστικτα τον κυρίαρχο ρόλο, οι ήρωες του δε θα μπορούσαν παρά να είναι δέσμιοι των αλυσιδωτών αντιδράσεων μιας τυφλής, ενστικτώδους βαρβαρότητας που ριζώνει στις περιοχές του ασυνείδητου. Ταυτόχρονα όμως, στο πλαίσιο μιας αντίφασης που προσδίδει στο έργο τέχνης την αμοραλιστική ομορφιά του, αναλαμβάνουν, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, να πραγματώσουν την σκοτεινή μοίρα τους, σπρώχνοντας ως τα άκρα μια αδυσώπητη ελευθερία για το Κακό. Άγγελοι εξολοθρευτές, μεφιστοφελικές μητέρες, καταραμένα παιδιά, το γκροτέσκο μπαλέτο των μορφών που ο Refn επιλέγει για να αποικήσουν τον εφιάλτη του (κατ’ επίφαση χαρακτήρες, πολύ περισσότερο φαντασιακές κατασκευές μιας πρωταρχικής, μοχθηρής βούλησης που ονειρεύεται τον κόσμο απαλλαγμένο από την αρετή και τον Λόγο), διασχίζει τις σεκάνς μαγεμένο, υποταγμένο σε γητειές και ανίερα ξόρκια, παρασύροντας τελικά και τον θεατή στο μακάβριο χορό του. 


Κατά συνέπεια μοιάζει τόσο άτοπο να αναζητά εδώ κανείς, «ψυχολογικό υπόβαθρο», «ανάπτυξη χαρακτήρων» και λογικοφανείς εξηγήσεις. Ο Refn νοιάζεται μόνο για το μυστήριο, τις εντυπώσεις που βιώνει κανείς μέσα σ’ ένα άγριο όνειρο, για το άρρητο δηλαδή θεμέλιο κάθε μεταφυσικής εμπειρίας. Η ιστορία είναι προσχηματική σαφώς, αλλά για ποιό πράγμα αποτελεί πρόσχημα; Για την απεικόνιση μιας δωρεάν, σαδιστικής και ανήθικης βίας όπως υποστήριξαν πολλοί; Νομίζω όχι. Μάλλον για μια υπερστυλιζαρισμένη αναπαράσταση του φόβου στις αισθητικές του διαστάσεις. Δεν είναι δύσκολο άλλωστε να διακρίνει κανείς τις ομοιότητες με το σινεμά του David Lynch. Ο Refn έχει πιο πολλά κοινά με τον μεγάλο αμερικανό Auteur παρά με τον Tarantino. Που σημαίνει ότι οι σκηνές του δεν οργανώνονται γύρω από τη βία με σκοπό να την προσελκύσουν, να την φέρουν στο αφηγηματικό κέντρο, να την καλέσουν μέσα από τη μαυρίλα του μηδενός και να τη φωτίσουν σαν αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της ιστορίας, αντίθετα: την χρησιμοποιούν για να πυκνώσουν την ύλη του φόβου. Ο ρόλος της είναι περιφερειακός αλλά ουσιώδης. Αγκαλιάζει από παντού το φιλμ σαν μια αόρατη αλλά διαρκώς υποδηλούμενη παρουσία. Όταν ξεσπάει, γυμνή και άσχημη, δεν υπάρχει τίποτα να μας εκπλήξει σε δαύτην. Ήταν πάντα εκεί: στις σιωπές, τα βλέμματα τις πιο αθώες φαινομενικά πράξεις και χειρονομίες. Η ατμόσφαιρα φορτίζεται διαρκώς απ’ αυτό το φάντασμα της ανεσταλμένης αιματοχυσίας κι όταν πραγματώνεται σ’ ένα φρικιαστικό ακρωτηριασμό, συνειδητοποιούμε πως όλα προετοίμαζαν τον ερχομό της. Την περιείχαν οι ανάερες ακινησίες των κάδρων, όπως ακριβώς στους εφιάλτες που η απλή ανησυχία για το χειρότερο αρκεί για να το προκαλέσει. Το είπαμε εξαρχής άλλωστε. Βρισκόμαστε στην περιοχή του εφιάλτη. Όσο σκληρή κι αν είναι η εικονογραφία του Refn, δεν παύει να αποτελεί μια ηθελημένη φαινομενικότητα. Η επιφάνεια βρίσκεται στο βάθος αντί του νοήματος και η σημειολογία αυτοκαταργείται. Σαν γάντι που το γυρίσαμε τα μέσα έξω, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε πως η εσωτερική πλευρά του ήταν το ένα και το αυτό με την εξωτερική. Μάταια θα αναζητούσαμε σημαινόμενα πίσω από τα σημαίνοντα του φιλμ. Κάθε σημείο παραπέμπει σ’ ένα άλλο στο διηνεκές. Δεν υπάρχει κάποια κρυμμένη αλήθεια που θα καλούμασταν να εντοπίσουμε με κόπο πίσω από τα πολύχρωμα πέπλα. Όλη η αλήθεια της ταινίας συνίσταται στο να βιώσει ο θεατής τον ίδιο παράλογο, εξουθενωτικό, απελπισμένο φόβο που τρώει τα σωθικά των ηρώων της. Κι αυτό όχι κατανοώντας, αλλά συναισθανόμενος. Έτσι, σαν να μας πέταξαν μέσα στο ανήσυχο όνειρο μιας δυστυχισμένης συνείδησης (για να δανειστούμε την ορολογία του Χέγκελ) που οριακά αναπαύεται πνιγμένη στις αναθυμιάσεις της αγωνίας της, πασχίζουμε να συλλάβουμε αιτιακές ακολουθίες, κρυμμένες σχέσεις και κατανοητές συνδέσεις μεταξύ των αναπαραστάσεών της. Κι όλα αυτά για να παραιτηθούμε τελικά από ένα τόσο άχαρο καθήκον και να αφεθούμε στην ενατένιση της διεστραμμένης, εμπρηστικής, αλλόκοτης ομορφιάς ενός ελεύθερου παιχνιδιού φωτοσκιάσεων. Πρόκειται για τον απόλυτο και συναρπαστικό θρίαμβο της επιφάνειας. 


Γιατί θα έπρεπε όμως να μας ξαφνιάζει αυτό; Το ακραία φορμαλιστικό σινεμά του Refn αυτό ήταν και ευτυχώς, κόντρα στις μίζερες απαιτήσεις των όψιμων μελετητών του, αυτό εξακολουθεί να είναι: μια άνευ όρων, περήφανη, σίγουρη για τον εαυτό της, λατρεία των εικόνων. Όποιος θελήσει καλοπροαίρετα να αναζητήσει κι άλλες πτυχές σ’ αυτό, δε θα μείνει βέβαια με εντελώς άδεια χέρια: υπάρχουν λεπτά υποστρώματα ψυχαναλυτικών, θεολογικών ή έστω πολιτικών αναφορών, αλλά είναι τόσο αραχνοΰφαντα και εύθραυστα στο αραιό πλέξιμό τους που διαλύονται εύκολα κάτω από την γρανιτένια βαρύτητα των εικαστικών συνθέσεων που σκορπάει ο Refn σε κάθε κάδρο. Η ιδιότυπη ουσία αυτού του στιλπνού αισθητικού επιτεύγματος ζητά να καταναλωθεί μέσα στα θαμπωμένα από θαυμασμό, αδηφάγα μάτια αυθεντικών εραστών των εικόνων κι όχι στα πληκτικά μυαλά λογιστάκων της «αντικειμενικής» κριτικής θεώρησης. Αργά η γρήγορα θα βρει το κοινό του. Ίσως σε μια άλλη, πιο ποιητική από τη δική μας, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αισθήσεις, εποχή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΜΟΙΛΗΣ 

ANNA του Σπύρου Χαραλάμπους


Λένε πως η κάμερα είναι το μάτι του Θεού, όταν αποφασίζει να επικεντρωθεί σε μια ελεγειακή μονωδία του τέλους κι αποφασίζει να κρατήσει από τις μνήμες μιας ζωής, ένα μονάχα όνομα , μπορεί και να ‘ναι. Η Άννα είναι η επίκληση πριν το τέλος αυτής της μνήμης που απομένει, όταν η εικόνα μας προδίδει, κι αυτό που υπήρξαμε υπάρχει πια μαζί με την αλήθεια του, σε παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. 
Γι’ αυτό κι η Άννα δεν θα μπορούσε να είναι παρά ασπρόμαυρη, μια τέλεια ασπρόμαυρη φωτογραφία, που γίνεται μια ιστορία ημιτονίων, ανάμεσα στο σήμερα κι ένα χθες προς αναζήτηση του χαμένου μας χρόνου..
Η πραγματική ιστορία είναι πάντα αυτό που απομένει στον καθένα μας. Κάποιες ιστορίες έχουν και μουσική, κάποιες μπερδεύονται με καταστάσεις που παρακολουθούμε στις ανοικτές τηλεοράσεις και κάποιες οι πιο κρυπτικες οι πιο ανθρώπινες και συγκινητικές μια μόνο λέξη. ΆΝΝΑ. 
Στην 20λεπτη ταινία του Σπύρου Χαραλάμπους το μάτι του Θεού δημιουργεί ένα Θαύμα που οι περισσότεροι αποποιούμαστε την ύπαρξη του. Τον χειρισμό του Τέλους μας, όταν οι αισθήσεις κι οι λειτουργίες μας εγκαταλείπουν κι αφηνόμαστε στην εμπιστοσύνη η την ανάγκη των «ξένων» για την τελευταία μας φάση συντήρησης πριν τη φυγή μας. Και το θαύμα είναι η μνήμη της παρουσίας μας που αφήνουμε στους περαστικούς της ζωής μας, σα μυστικό που δεν θα ειπωθεί ποτέ. 
Κι όταν το φως γεμίζει το σκοτάδι της οθόνης, το πρόσωπο που απομένει είναι αυτό που εν δυνάμει θα φέρει την επίδραση του θαύματος στους άλλους. Τους θεατές του φιλμ, ένα βράδυ φθινοπώρου που απροετοίμαστοι θα βρεθούν μπροστά στην αλήθεια. Τη δική του αλήθεια ο καθένας, όπως ο κος Μιχάλης κι η Μαρία που κρατούν την αλήθεια που τους αφορά από τη σαπουνόπερα της τηλεόρασης.

Έχει γίνει αριστοτεχνική δουλειά στον ήχο, πολύ καλό μοντάζ και με χαρά διαπίστωσα στο τέλος ότι μέρος της μουσικής έχει γράψει ο Δημήτρης Μαραμης. 
Τέλος αυτό το σμίξιμο των γκρο πλαν με τα γενικά πλάνα είναι η αιτία που ομιλώ εγώ ο άθεος για Θεό.
Είναι αυτό το αίσθημα της λεπτομέρειας που διαχέεται ασυναίσθητα στο γύρω μας τοπίο και μας κάνει όλους μας κι όχι μόνο τους σκηνοθέτες τους μικρούς θεούς της ζωης μας.

Η ταινία πήρε στο προσφατο 36ο Φεστιβαλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας το βραβείο «Έλληνες του Κόσμου-Σωκράτης Δημητριάδης». 

τ.φ. 


36ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ τα βραβεία

36ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ 

τα βραβεία:




"Χρύσος Διόνυσος" στο «Red Hulk» της Ασημίνας Προέδρου με πρωταγωνιστή τον  
Φρίξο Προέδρο που πηρε και την τιμιτική διακριση για καλύτερη αντρική ερμηνεία. Ενα διεισδυτικό πορτραίτο πάνω στην συγκρότηση της ταυτότητας του Έλληνα νεοναζί, που μέσα στην σύντομη διάρκειά του ζουμάρει στο κοινωνικό περιβάλλον, τα αδιέξοδα, τον φετιχισμό της βίας και την ανασφάλεια που εκκολάπτουν το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα του σήμερα. Η Προέδρου κατάφερε να σπάσει παρωχημένα σκηνοθετικά ταμπού, σκηνοθετώντας με ζώσα κινηματογραφική ένταση ένα υποτιθέμενα «αντρικό θέμα».
Τα βραβεία αναλυτικά.(κρατηστε τα ονόματα, ειναι η νεα γενιά σκηνοθετών μας που ερχεται) :

Χρυσός Διόνυσος : «
Red Hulk» της Ασημίνας Προέδρου
Αργυρός Διόνυσος : «
Dead End» της Τώνιας Μίσιαλη
Βραβείο «Έλληνες του Κόσμου-Σωκράτης Δημητριάδης»: «
Άννα» του Σπύρου Χαραλάμπους
Βραβείο Σπουδαστικής ταινίας: «
Νικολέτα» στην Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Βραβείο «Τώνια Μαρκετάκη» : «
Pieta» του Αλέξανδρου Τσαντίλα
Ειδικό βραβείο «Ντίνος Κατσουρίδης» : «
Συνθήκη 10/60»» του Άκη Πολύζου
Τιμητική Διάκριση Φωτογραφίας: «
Συνθήκη 10/60» του Άκη Πολύζου
Τιμητική Διάκριση Σεναρίου: Γιώργος Τελτζίδης για την «
Γεννήτρια»
Τιμητική Διάκριση Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας: Μυρτώ Παπούλια για τo «
Στο κατώφλι» της Αναστασίας Κρατίδη.
Τιμητική Διάκριση Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας: Φρίξος Προέδρος για την ερμηνεία του στην ταινία “
Red Hulk” της Ασημίνας Προέδρου
Τιμητική Διάκριση Μοντάζ: Ντίνο Γρηγορίου για το Μοντάζ της ταινίας «
Σκιαμαχία»
Τιμητική Διάκριση Ήχου: Χρήστος Παπαδόπουλος για την ταινία «
Μαθήματα Οδήγησης» του Βασίλη Καλαμάκη
Τιμητική Διάκριση Σκηνικών- Κοστουμιών: Francois Schuiten και Δήμητρα Παναγιωτοπούλου για την ταινία «
Memory Reloaded» των Πάνου Παππά και Δέσποινας Χαραλάμπους
Τιμητική Διάκριση Πρωτότυπης Μουσικής: Νίκος Πλατύραχος για την μουσική της ταινίας «
Εθελοντές» του Θοδωρή Βουρνά
Τιμητική Διάκριση Σχεδιασμού Ήχο: Άρης Λουζιώτης και Αλέξανδρο Σιδηρόπουλο για την ταινία «
Συνθήκη 10/60» σε σκηνοθεσία του Άκη Πολύζου
Ειδικό Βραβείο: «
Δεν Eίμαι Tώρα Eδώ » των Ζήση Κοκκινίδη και Ίωνα Παπασπύρου
Εύφημο Μνεία: «
Travel Express» της Νατάσας Ξύδη και «Counting Happiness » της Βενετίας Ευρυπιώτου
Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου: «
Γεννήτρια» της Νικολέτας Λεούση
Βραβείο Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας: «
Νικολέτα» της Σόνιας Λίζα Κέντερμαν
Βραβείο Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών: στις ταινίες Χριστίνα Μουμούρη («Red Hulk»), Νίκο Θωμά («Ωραίο Το Μουστάκι Σου Giorgio») και Πέτρο Νούσια («Άνευ»).
Το μεγάλο βραβείο του Διεθνούς τμήματος απονεμήθηκε στο πολωνικό «All Soul’s Day», της Αλεξάντρα Τερπίνσκα

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

outsider art (in movies)


                  
           outsider art
                                               in movies


Από την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου το Seven Film Gallery ξεκινα το νέο αφιέρωμα του, με αφορμή την ομαδική έκθεση με τίτλο Outsider Art ( H τέχνη των Aπ’ έξω) και τα παράλληλα σεμινάρια για την τέχνη των ατόμων με ψυχικές διαταραχές που οργανώνουν οι Kalos & Klio Showroom με την συνεργασία του Παύλου Βασιλειάδη ψυχίατρου, διδάκτορα του Α.Π.Θ και εικαστικού. 
Επιλέξαμε  35 ταινίες που άπτονται του θέματος, περιγράφουν ακραίες διανοητικές καταστάσεις, αντισυμβατικές ιδέες ή περίπλοκους φανταστικούς κόσμους που αξίζει ένας θεατής να δει σε
DVD και φιλοξενούμε έργα εικαστικών, σε μια προσπάθεια κατανόησης αποδοχής κι ενσωμάτωσης της Art Brut στην καθημερινότητα μας.

Η αίσθηση του έρωτα
Άλπεις
Αγριότητα
Attenberg
Albert Nobbs
Brotherhood
Το γάλα
Για όλα φταίει το όνομα σου
Holy Motors
7 ψυχοπαθείς
Ιδιαίτερες αδυναμίες
Café De Flore
Το κυνήγι
L
Μετά τη Λουτσία
Μαθήματα ζωής
Τα μυθικά πλάσματα του Νότου
Το μερίδιο των αγγέλων
Master
Moon
Mr.Nobody
Το νησί των καταραμένων
Οδηγός αισιοδοξίας
Ο παράδεισος του έρωτα
Παρενέργειες
Πίσω από τους λόφους
Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο
Τα παιδιά του πολέμου
Police
Shame
Stoker
Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο
Teddy Bear
Ted
Χάρηκα που σε γνώρισα

(ο πίνακας είναι έργο του Πέτρου Τεζαψίδη) 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Tον καιρό των Ελλήνων του Λάκη Παπαστάθη



Σκηνοθεσία: Λάκης Παπαστάθης
Σενάριο: Λάκης Παπαστάθης
Φωτογραφία :Θόδωρος Μαργας
Μουσική: Γιώργος Παπαδάκης
Σκηνικα-Κοστούμια : Νικος Πολίτης
1981
Ηθοποιοί: Αλέξης Δαμιανός, Κώστας Αρζόγλου, Γιώργος Σαμπάνης, Σταύρος Μερμήγκης, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Συμεών Καπετανάκης, Βαγγέλης Γούσιας, Σταύρος Νικολαΐδης, Υβόννη Μαλτέζου, Μίμης Χρυσομάλλης, Ντίνος Λύρας, Νενα Μεντή, Σμαράγδα Σμυρναίου

Στα τέλη του 19ου αιώνα , μια συμμορία ληστών απαγάγει ένα νεαρό Έλληνα αστό ζητώντας λύτρα από την οικογένειά του. Κατά την διάρκεια της ομηρίας του, ο νεαρός έχει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τις διαφορές ανάμεσα στην αστική του καταγωγή και την ζωντανή λαϊκή παράδοση που ‘φέρουν’ οι ληστές, να επηρεαστεί αλλά και να επιδράσει σε αυτούς. Όταν τα λύτρα καταβάλλονται και τον απελευθερώνουν, ο λήσταρχος εγκαταλείπει τους συντρόφους του και, αμνηστευμένος πια, κατατάσσεται στον τακτικό στρατό.

«Είναι μια ταινία που κινείται στα λεπτά όρια του ιστορικού και του ποιητικού
 Η ελληνικότητα του Παπαστάθη είναι αδιαμφισβήτητη. Το ίδιο και η ποιητική του οπτική. Στον "Καιρό των Ελλήνων", την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, γυρνάει στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους (μετά την επανάσταση), ανακατεύεται με τη λαϊκή και θρησκευτική παράδοση του λαού μας, και αποδομεί τις εντελώς ξεκάθαρες ταξικές διαφορές των «πρώτων» κατοίκων της μικρής -τότε- χώρας.
 Διαφορετική η θέαση της ταινίας, τότε και τώρα. Και ενώ στη σοσιαλιστική (και αριστερή στην κουλτούρα της) δεκαετία του ’80 άπαντες τάχθηκαν στο πλευρό του ληστή της πλουτοκρατίας (σε μια έξοχη ερμηνεία ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός), σήμερα δεν θα παραξενευόμουν αν έβλεπα θεατές να συμπάσχουν με τον Έλληνα αριστοκράτη, τον αρχαιολάτρη, τον εθνικόφρονα. Χωρίς βέβαια να αποκλείεται και τώρα η «αριστερή» ματιά.

 Μιλάω για όλα αυτά, διότι πολύ απλά ο "Καιρός των Ελλήνων" είναι μια βαθιά πολιτική ταινία. Ένα σχόλιο των τάξεων.» (Νέστορας Πουλάκος –SevenArt)

Θεόφιλος του Λάκη Παπαστάθη


Σκηνοθέτης: Λάκης Παπαστάθης 
Σενάριο : Λάκης Παπαστάθης
Φωτογραφία: Θόδωρος Μαργας
Μουσική: Γιώργος Παπαδάκης
Σκηνικα-Κοστούμια : Ιουλια Σταυρίδου

Παίζουν: Δημήτρης Καταλειφός, Σταμάτης Φασουλής, Δημήτρης Καμπερίδης, 
Υβόννη Μαλτέζου, Θεόδωρος Έξαρχος, Θέμης Μάνεσης, Ειρήνη Χατζηκωνσταντή 

28ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1987:
Βραβεία:
ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ,
Α΄ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ, Δημήτρης Καταλειφός
ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ : Ιουλια Σταυρίδου

ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΠΟ
 Β΄ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ,
Α΄ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ, Δημήτρης Καταλειφός
ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, : Ιουλια Σταυρίδου
ΜΑΚΙΓΙΑΖ 

Συμμετοχή στη Berlinale του   1988


Παρότι γεννήθηκε αρκετές δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821 με την οποία το ελληνικό έθνος κέρδισε την ανεξαρτησία του, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1868-1934) εγκατέλειψε μια μέρα το ευρωπαϊκό στυλ ντυσίματος που χρησιμοποιούσαν οι συμπατριώτες του και για το υπόλοιπο της ζωής του υιοθέτησε την παραδοσιακή εθνική φορεσιά, τη φουστανέλλα: έμπρακτη απόδειξη της υπαρξιακής του ταύτισης με τον ελληνικό μύθο ενός κόσμου ηρώων – από τον Μέγα Αλέξανδρο ώς τους κλέφτες και τους αρματωλούς του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Θεόφιλος φορούσε τα ρούχα των ανθρώπων που ζωγράφιζε, σε μια Ελλάδα που απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο απ’ αυτούς. Έτσι, χωρίς να σταματήσει να τρέφεται από τις καθημερινές μορφές του λαϊκού πολιτισμού και από το φως της πατρίδας του, ολόκληρη η ζωή αυτού του φωτισμένου ανθρώπου υπήρξε μια μοναχική πορεία ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία που τον οδήγησε στην πιο απόκρυφη, προσωπική ουσία αυτού του μύθου: την τέχνη του. Η ανακάλυψη του Θεόφιλου έγινε στη δεκαετία του ’30 από τον κριτικό τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη που καταγόταν επίσης από τη Λέσβο και που τον έκανε γνωστό μετά το θάνατό του σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου.



Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ 2013


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ 2013
(13-15/9, Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», έναρξη 19.30)

Τριάντα ποιητές και πεζογράφοι, 25 ΄Ελληνες και 5 ξένοι (ο ένας ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη) συμμετέχουν στη φετινή, δεύτερη διοργάνωση της Λογοτεχνικής Σκηνής, που θα πραγματοποιηθεί το τριήμερο 13-15 Σεπτεμβρίου στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Καλαμαριάς, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό (ώρα έναρξης 19.30).

Πρόκειται για καταξιωμένους ποιητές όπως
ο Τίτος Πατρίκιος,
ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος και
η Τζένη Μαστοράκη)

ή πεζογράφους
όπως ―στη σκιά της δημιουργικής του πορείας ως μουσικού―
ο Σάκης Παπαδημητρίου και
ο Διαμαντής Αξιώτης,

αλλά και για νεότερους συγγραφείς από
τη Θεσσαλονίκη,
τη Βέροια,
τη Δράμα,
την Καβάλα,
την Κοζάνη
και την Ξάνθη.

Μεταξύ των νεότερων είναι και συγγραφείς που έχουν εκδώσει μόλις ένα βιβλίο ή δεν έχουν εκδώσει ακόμη κείμενά τους· συμμετέχουν όμως στο φεστιβάλ επειδή υποχρέωση ενός λογοτεχνικού φεστιβάλ είναι, μεταξύ άλλων, να δίνει βήμα από το οποίο να παρουσιάζονται και νέοι δημιουργοί, αυτοί που θα αποτελέσουν το μέλλον της λογοτεχνίας.

Μια καινοτομία της φετινής διοργάνωσης είναι η πρόσκληση συγγραφέων και από το εξωτερικό.
Έτσι, θα παρουσιαστούν και θα διαβάσουν κείμενά τους (και σε ελληνική μετάφραση)
η Νάντια Ραντούλοβα και ο Τόντορ Τόντοροβ από τη Βουλγαρία,
ο Γιαν Χένρικ Σβαν από τη Σουηδία,
ο Μεχμέτ Αλί Οζτσομπανλάρ από την Τουρκία
και ο Αλβανός Μπεντρή Χότζα, που όμως εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη και γράφει στα ελληνικά.
Η διάρκεια της κάθε βραδιάς αναμένεται να ξεπεράσει τις τρεις ώρες.

Αναλυτικά, στη φετινή Λογοτεχνική Σκηνή παίρνουν μέρος και διαβάζουν ποιήματα και μικρά πεζά τους οι (όπου δεν αναφέρεται τόπος διαμονής εννοείται η Θεσσαλονίκη):
Λένα Αθανασοπούλου,
Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα),
Πέτρος Γκολίτσης,
Δημήτρης Δασκαλόπουλος (Αθήνα),
Αρχοντούλα Διαβάτη,
Μαίρη Καιρίδη (Παρίσι),
Χαρίτων Καλογιάννης,
Βασίλης Καραγιάννης (Κοζάνη),
Μάκης Καραγιάννης,
Ιωάννα Λιούτσια,
Θανάσης Μαρκόπουλος (Βέροια),
Τζένη Μαστοράκη (Αθήνα),
Γλυκερία Μπασδέκη (Ξάνθη),
Ζαφείρης Νικήτας,
Μεχμέτ Αλί Οτσομπανλάρ (Τουρκία),
Άλκηστις Πανάγου,
Σάκης Παπαδημητρίου,
 Ηλίας Παπαμόσχος (Καστοριά),
 Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος (Λονδίνο),
Τίτος Πατρίκιος (Αθήνα),
Κωνσταντίνος Ποζουκίδης,
Nάντια Ραντούλοβα (Βουλγαρία),
Γιαν Χένρικ Σβαν (Σουηδία),
Γιάννης Σκαραγκάς,
Μαρία Στασινοπούλου,
Κυριάκος Συφιλτζόγλου (Δράμα),
Τόντορ Τόντοροβ (Βουλγαρία),
Γεωργία Τριανταφυλλίδου (Καβάλα),
Γεωργία Τρούλη,
Μπεντρή Χότζα (Αλβανία – Θεσσαλονίκη).

Τις αναγνώσεις αδημοσίευτων κυρίως λογοτεχνικών κειμένων συμπληρώνει το τρίπτυχο αφιέρωμα στον Καβάφη, με δύο χορευτικές περφόρμανς
από το Σχήμα Εκτός Άξονα και τον Δημήτρη Κυανίδη
και αναλόγιο ,από την ομάδα Η Ποίηση Γυμνή, σε συνεργασία με τον Γιάννη Σκαραγκά
Στα μουσικά μέρη εμφανίζονται τα συγκροτήματα
SοuNDAYS Band,
Τhe Presidents και
White Room

Η Λογοτεχνική Σκηνή είναι ένας νέος, φιλόδοξος θεσμός που δημιουργήθηκε πέρυσι στο πλαίσιο του «Παρά θίν’ αλός», του ανήσυχου φεστιβάλ του Δήμου Καλαμαριάς, και προστέθηκε στους ήδη υπάρχοντες άξονες για τη μουσική και τα εικαστικά.
Η περσινή, πρώτη διοργάνωση αυτού του λογοτεχνικού φεστιβάλ, του μόνου που γίνεται στην Ελλάδα από δημόσιο φορέα, ήταν αφιερωμένη στα εκατό χρόνια νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη (από το 1912 μέχρι το 2012). Αντί να οργανωθεί ακόμη ένα “κλειστό”, μόνο για ειδικούς και άλλους “μυημένους”, συνέδριο ή συμπόσιο, υιοθετήθηκε το σχήμα ενός λογοτεχνικού φεστιβάλ που θα έχει συνέχεια στον χρόνο και ταυτόχρονα θα είναι ανοιχτό στο ευρύτερο κοινό που αγαπάει τη λογοτεχνία και τη δημόσια ανάγνωσή της, όπως αγαπά να γνωρίζει από κοντά και να γνωρίζει τους δημιουργούς της. Η συνύπαρξη στο πρόγραμμα κάθε βραδιάς σύντομων εισηγήσεων από έγκυρους μελετητές της λογοτεχνίας, προβολών αρχειακού υλικού και άλλου που δημιουργήθηκε ειδικά για την περίστατη και αναγνώσεων από ποιητές και πεζογράφους που συγκροτούν το σημερινό λογοτεχνικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης σημείωσε εντυπωσιακή ―και για τους ίδιους τους διοργανωτές― επιτυχία και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τη λογοτεχνική κοινότητα όσο και από φιλαναγνωστικό κοινό, μολονότι η χρονική διάρκεια κάθε βραδιάς υπερέβαινε τις τρεις ώρες.

Την άνοιξη που μας πέρασε, Λογοτεχνική Σκηνή, προκειμένου να γίνει αισθητότερη αλλά και διαρκής η παρουσία της στην πολιτιστική ζωή του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, πραγματοποίησε τρεις “προφεστιβαλικές“ όπως τις ονόμασε, εκδηλώσεις:
οι δύο ήταν τιμητικές βραδικές
για και με τον Πρόδρομο Χ. Μάρκογλου και
τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου·
η τρίτη ήταν ο (νεανικός) ποιητικός διαγωνισμός «Τhess Poetry Slam? 2013».




Το αναλυτικό πρόγραμμα της φετινής κεντρικής διοργάνωσης της Λογοτεχνικής Σκηνής (Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», 13-15/9).:

Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου

19.30 
Καλωσόρισμα από τον διοργανωτή της Λογοτεχνικής Σκηνής Γιώργο Κορδομενίδη
Ομιλίες του εντεταλμένου συμβούλου του Δήμου Καλαμαριάς σε θέματα πολιτισμού Νίκου Ζαχαριάδη και του δημάρχου Καλαμαριάς Θεοδόση Μπακογλίδη

19.45 
Aφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη 1 
«Θυμήσου, σώμα», από την ομάδα Σχήμα Εκτός Άξονα. Σκηνοθετική επιμέλεια:
Αναστασία Θεοφανίδου.
Παίρνουν μέρος: Αίγλη Κατσίκη, Θωμαή Ουζούνη και James Wylie (σαξόφωνο)

Νάντια Ραντούλοβα (Βουλγαρία). Παρουσίαση-μετάφραση: Ζντράβκα Μιχαήλοβα
Μαρία Στασινοπούλου (Αθήνα)
Κυριάκος Συφιλτζόγλου (Δράμα)


Διάλειμμα

20.55 
Μουσική (SounNDAYS BAND: Σάκης Ζαχαριάδης, ηλεκτρική κιθάρα· Φίλιππος Κωσταβέλης, πλήκτρα, Στέλιος Τσομπανίδης, τύμπανα· Δημήτρης Χρηστώνης, ηλεκτρικό μπάσο)
Τίτος Πατρίκιος (Aθήνα) 
Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα) 
Βασίλης Καραγιάννης (Κοζάνη)


Διάλειμμα



22.20 
Μουσική (SounDAYS BAND)
Γεωργία Τριανταφυλλίδου (Καβάλα)
Πέτρος Γκολίτσης
Λένα Αθανασοπούλου


Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου

19.30 
Aφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη 2 
«Ο οικουμενικός ποιητής Κ. Π. Καβάφης»: Αναλόγιο από την πρωτοβουλία Η Ποίηση Γυμνή. Επιμέλεια: Τέλλος Φίλης. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκαραγκάς. Μουσική : Γαβριήλ Νικάκος &
Armand Amar Χορογραφία: Ιωάννα Μήτσικα.
Συμμετέχουν: Έλιο Φοίβος Μπέικο, Απόστολος Κολίτσας.
Διαβάζουν: Δημήτρης Δασκαλόπουλος (ελληνικά),
Ιωάννης Κιουρτσόγλου (βουλγαρικά),
Μπάμπης Ματεντζίδης (γαλλικά),
Mohammed Owda (αραβικά),
Mehmet Ali Özçobanlar (τουρκικά),
Ahmed Shura (αραβικά),
Jan Henrik Swahn (σουηδικά),
Ardian Tenko (αλβανικά)
Θοδωρής Τσομίδης (γερμανικά)

Τόντορ Τόντοροβ (Βουλγαρία)
Μετάφραση-παρουσίαση:
 
Ζντράβκα Μιχαήλοβα
Σάκης Παπαδημητρίου
Θανάσης Μαρκόπουλος (Βέροια)


Διάλειμμα

20.45
 
Μουσική :(
White Room, γκρουπ αποφοίτων του Τμήματος Σύγχρονης Μουσικής του Δημοτικού Ωδείου Καλαμαριάς:
Σταμάτης Βαμβακούδης, φωνή - κιθάρα·
Λάμπρος Παπαδόπουλος, μπάσο - φωνητικά·
Γιώργος Μηλώσης, πλήκτρα·
Τριαντάφυλλος Ηλιάδης, ντραμς)

Δημήτρης Δασκαλόπουλος (Αθήνα)
 
Μεχμέτ Αλί Οζτσομπανλάρ (Τουρκία)
 
Μάκης Καραγιάννης



Διάλειμμα

22.20 Μουσική (
White Room)
Άλκηστις Πανάγου
Βασίλης Τερζόπουλος
Ιωάννα Λιούτσια


Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου

19.30
Aφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη 3 
«Θυμήσου, σώμα», από την ομάδα ΝΕΜ | ΜΕΝ.
Σύλληψη-κινησιολογία: Δημήτρης Κυανίδης.
Μουσική-video: SaikaL

Γιαν Χένρικ Σβαν (Σουηδία)
Ζαφείρης Νικήτας
Γλυκερία Μπασδέκη (Ξάνθη)


Διάλειμμα

20.30 Μουσική (THE PRESIDENTS, το μουσικό γκρουπ καθηγητών του Α.Π.Θ.: Γιώργος Παπανικολάου, μπάσο·
Ζάχος Σκούρας, κρουστά·
Νίκος Τσινίκας, φωνητικά - κιθάρα, φυσαρμόνικα, πλήκτρα·
καλεσμένος ο Σάκης Ζαχαριάδης, κιθάρα, των SounDAYS BAND)


Τζένη Μαστοράκη 
Γιάννης Σκαραγκάς 
Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος (Λονδίνο)


Διάλειμμα

21.50 Μουσική (THE PRESIDENTS + Σάκης Ζαχαριάδης)

Μνήμη Μίμη Σουλιώτη
Μνήμη Μπίλης Βέμη


Μαίρη Καιρίδη
(Παρίσι) 
Αρχοντούλα Διαβάτη
Γεωργία Τρούλη
Μπεντρή Χότζα (Αλβανία - Θεσσαλονίκη)
Χαρίτων Καλογιάννης

[η μουσική αναγγελία των συγγραφέων είναι σύνθεση του Γαβριήλ Νικάκου]


Τη Λογοτεχνική Σκηνή διευθύνει ο Γιώργος Κορδομενίδης.

Μπορείτε να γίνετε μέλη της Λογοτεχνικής Σκηνής στο : https://www.facebook.com/LogotechnikiSkini?fref=ts