O Λάζαρ Πέρκοβ (Μπόρκε Νάκεβ) είναι ένας νεαρός γιατρός παντρεμένος με μία όμορφη γυναίκα με την οποία απέκτησε ένα παιδί και ζουν σε ένα άνετο σπίτι. Όλοι οι φίλοι του τον θεωρούν τυχερό. Όμως τα φαινόμενα απατούν και παρ’ όλες τις ανέσεις του, ο Λαζάρ καταπιέζεται από την κυριαρχική μητέρα του και τις δεσμεύσεις ενός άτυχου γάμου. Η ρουτίνα της ζωής του τον πλήττει κι ασφυκτιά. Μέχρι που ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που παρά λίγο να του κοστίσει την ζωή, θα τον αλλάξει για πάντα.
Ενα χρόνο μετά από αυτό το γεγονός, ο Λαζάρ επιστρέφει από την εξοχική βίλα των γονιών του, διάσημων γιατρών, στην περιοχή της Οχρίδας , υγιής πιά, στο σπίτι του στα Σκόπια και την δουλειά του στο κρατικό νοσοκομείο. Το βράδυ της επιστροφής στο σπίτι ,βρίσκει στο σαλόνι του, την Καλίνα (Ράτκα Ραντμάνοβιτς), μία ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και ένα τατουάζ με τον Σταυρό ανάμεσα στα φρύδια της, να τον περιμένει. Θα αρχίσει να του λέει μία φράση σε μια ακατάληπτη γλώσσα. Αυτό θα γίνεται ξανά και ξανά και η Καλίνα πολλές φορές θα έχει μαζί της έναν λύκο. Τότε ο Λάζαρος θα καταλάβει ότι έχει να κάνει με φάντασμα και θα ψάξει να βρει ένα φίλο του γλωσσολόγο, αλλά αντί αυτού θα βρει την Μένκα (η όμορφη βιολονίστρια Βέσνα Στανόγιεφσκα) που στην ζωή της είχε αυτοκτονήσει. Είναι εκείνη που θα του εξηγήσει ότι η φράση είναι από μια αρχαία γλώσσα που κανείς πλέον δεν μιλάει και σημαίνει «Επέστρεψε ότι δεν είναι δικό σου. Έχε σεβασμό ».
Ο Λαζάρ δεν σταματάει να δέχεται επισκέψεις από «σκιές» του άλλου κόσμου. Περιμένοντας το ασανσέρ στο νοσοκομείο θα συναντήσει τον Γεράσιμο (Σαλατίν Μπιλάλ), έναν δύστροπο πρόσφυγα που ο αδελφός του κάρφωσε ένα καρφί στην φτέρνα για να μην περιφέρεται σαν νεκρός ζωντανός. Όμως ποιο είναι το πραγματικό νόημα της φράσης. Το 1974, η μάνα του Λαζάρ χρησιμοποίησε για το μάθημα ανατομίας κόκαλα από ένα νεκροταφείο που είχαν ταφεί, θύματα από την εποχή του 1946-48 όταν είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στη διπλανή χώρα, και οι «σκιές» είναι αυτοί οι νεκροί. Ο Λαζάρ, που μέχρι τότε ζούσε μια επιπόλαια ζωή αναλαμβάνει για πρώτη φορά μια ευθύνη απέναντι στην ιστορική μνήμη. Η λύση δίνεται στο νεκροταφείο που ο Λαζάρ επισκέπτεται μαζί με την Μένκα, με την οποία έχει κάνει ήδη έρωτα. Ενώ επίσης έχει ήδη συμμετάσχει στην παραδοσιακή «Νύχτα των Νεκρών» μια παραδοσιακή τελετουργική νύχτα εξοικείωσης των ζωντανών με τους νεκρούς που η λατρεία της, παρ όλες τις παρεμβάσεις της χριστιανικής θρησκείας, χάνεται στους αρχαιότητα της λατρείας του Διόνυσου.
Αυτή η βακχική εμπειρία τον βοηθά να βρει τη λύση για την οριστική λύτρωση των σκιών.
Το μέλλον μπορεί να υπάρξει χωρίς άλλες σιωπές και ψέματα.
11 σχόλια:
Φαντάζομαι να ακούσατε τις φωνές διαμαρτυρίας που βγήκαν στα κανάλια αυτές τις μέρες επειδή η ταινία αναφέρεται σε ανύπαρκτες Μακεδονίες και Μακεδόνες (όπως και το οσκαρικό του "Πριν την βροχή").
Αλήθεια η διπλανή χώρα με τον εμφύλιο ποια να είναι???
Όποτε περιμένετε τον...Ζορό έξω από την αίθουσα με πανό για κατάθεση κριτικών απόψεων πάνω στα πλάνα του σκηνοθέτη!!!
Και πού να δείτε (που μάλλον ΔΕΝ θα δείτε) τι έχει να γίνει αν προβληθεί ποτέ στην Ελλάς-Ελλάς το
Είμαι από το Τίτο Βέλεζ
Πάντως μη βγάζετε την ουρίτσα σας απ' έξω. Έχει γίνει τόσο ταμπού η λέξη "Μακεδόνας" που τους ονομάζετε όλους "Σκοπιανούς". Είναι εντελώς ανέντιμο η ίδια η Ελλάς-Ελλάς να έχει προτείνει τον όρο FYROM ή ΠΓΔΜ και να μην τον τηρεί. (Σιγά μην τηρούσε όρο αυτή η παρωδία ευρωπαϊκού κράτους και σιγά μην είχε σκεφτεί πώς θα αποκαλεί την υπηκοότητα αυτών των ανθρώπων). Και αν περάσει το "Άνω Μακεδονία" πάλι οι κάτοικοι θα λέγονται "Σκοπιανοί" ή "Άνω Μακεδόνες";
Να τηρούμε κάπου κάπου και κάτι από αυτά που προτείνουμε, έτσι;
Αυτό βέβαια προϋποθέτει ωριμότητα - πού να τη βρεις σε έναν λαό που δεν έχει ξεφύγει από την παιδική ηλικία;
Η ταινία "Είμαι από το Τίτο Βέλεζ" πότε (και αν) θα κυκλοφορήσει; Δεν εχει κατι το ανθελληνικο σαν θέμα, τουλαχιστον απ'οσα διαβασα στην κριτικη του basik.
Σε μια καλοκουρδισμενη ζωη, η τυχη δεν μοιαζει να εχει θεση. Κι ομως, τον Λαζαρ, ολοι τον φωναζουν "τυχερο". Αλλα τι ειναι η τυχη, εκτος απο μακρινη συνεπεια καποιων, εστω και ασυναισθητων, επιλογων; Ο Λαζαρ, παρολες τις φαινομενικα επιτυχεις επιλογες της ζωης του, δεν νιωθει τυχερος. Μεσα στην ευτυχισμενη του οικογενεια και την καριερα του που παιρνει την ανιουσα νιωθει πνιγμενος.
Μεχρι τη στιγμη που θα αγγιξει το θανατο. Και σαν αλλος Λαζαρος, θα κοιταξει τον θανατο καταματα και θα τον προσπερασει. Ομως μετα το "δευρο εξω" η ζωη θα μοιαζει λειψη. Σαν να εμεινε κατι απο την προηγουμενη ζωη του στο αλλο κοσμο. 'Η, ορθοτερα, σαν να ηρθαν σκιες του αλλου κοσμου να κατοικησουν στη ζωη του. Οι νεκρικες συναντησεις θα γινουν ολο και πιο συχνες, ολο και πιο επιμονα επαναληπτικες. Αλλα παντα θα του ειναι, ευτυχως(;), εξισου ξενες. Εξισου αποκοσμες και μακρινες, γιατι αυτος ο κοσμος δεν ειναι, ακομα, δικος του κοσμος. Ομως κατι του οφειλει. "Επιστρεψε αυτο που δε σου ανηκει", η απαναληψη θα τον πνιξει, αλλα δε θα του κανει τα πραγματα περισσοτερο σαφη.
Τι εχει κλεψει ο Λαζαρ απο το μακρινο παρελθον χωρις να το γνωριζει;
Οι σκιες δεν παιζουν ενα κυνηγητο τρομου, ουτε ενα παιχνιδι θανατου. Οι σκιες ειναι μια αναμετρηση των τυψεων με το παρον, αναμοχλευοντας μνημες και μυστικα. Οι σκιες ξερουν αυτο που κατα βαθος γνωριζει και ο ιδιος ο Λαζαρ: αυτα που κλαπηκαν πρεπει να επιστραφουν. Αλλιως η ανασταση θα γινει τιμωρια. Ο Λαζαρ το ξερει οτι κατι ειναι κλεμμενο, το ενιωθε απο την αρχη, στην αβολη ζωη του. Ομως δεν ξερει τι. Οι επιμονες νεκρικες φιγουρες, οι πνιγηρες ερινυες θα τον οδηγησουν στην πεζη λυση.
Ο Λαζαρος αναστηθηκε, ομως ποια κοινη μνημη εμεινε θαμμενη σ'εκεινο το νεκροταφειο και ποιοι ξεχασμενοι ηταν πραγματικα αυτοι οι καταραμενοι; Και τελικα, ποια πραξη ισοδυναμει με την επιστροφη των κλεμμενων και ποια πραξη με συγχωρεση;
Εχει μια ζωη μπροστα του για να το ανακαλυψει..
Εχουμε μια ζωη μπροστα μας να το ανακαλυψουμε. . .
Πραγματικα Μαριαννα η προσεγγιση σου δινει μια πλατυτερη διασταση πολυ ενδιαφερουσα.
Το ξερεις οτι μας εισαι πολυτιμη.
Και μας λειπεις...
"Dig!!! Lazarus, Dig!!!"
Nick Cave
Εκεί όπου οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά
Γράφει
ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, βρήκα το τρέιλερ της ταινίας Σκιές, της τελευταίας δημιουργίας του Μίλτσο Μάντσεφσκι. Ο Μάντσεφσκι είναι ο γνωστότερος σκηνοθέτης του γειτονικού, ακατονόμαστου «κρατίδιου» και πραγματικά ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής. Την ταινία δεν την έχω δει ακόμα, όπως δεν την έχει δει κανένας στην Ελλάδα, αν και τα κανάλια μας έσπευσαν να συνεγείρουν τον λαό εναντίον της χαρακτηρίζοντάς την άθλια σκοπιανή προπαγάνδα. Έχω δει, όμως, την προηγούμενη ταινία του Μάντσεφσκι, τη Στάχτη , που μιλούσε για τις σφαγές και τους διωγμούς των «Μακεδόνων του Αιγαίου» στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και φαίνεται πως οι Σκιές συνεχίζουν στην ίδια γραμμή.
Μου έκανε εντύπωση το μότο που συνόδευε το τρέιλερ: «Μερικές φορές οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς». Νά λοιπόν, σκέφτηκα, ένας εθνικός καλλιτέχνης! Γιατί είναι προφανές ότι ο Μάντσεφκσι, μιλώντας για πεθαμένους, εννοεί τους πεθαμένους του δικού του έθνους, που μιλούν για τα δικά τους βάσανα και θυμίζουν το δικό τους δίκιο.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια εθνικοί καλλιτέχνες. Με εξαίρεση, βέβαια, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο. Που διεκτραγωδούν και αυτοί τα βάσανα του λαού τους, που διατρανώνουν το δικό του δίκιο. Ο Θεοδωράκης και ο Λαζόπουλος θα συμφωνούσαν αμέσως με τον Μάντσεφσκι ότι οι πεθαμένοι μπορούν να μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς. Οι δικοί μας πεθαμένοι, φυσικά. Που μάλιστα μιλούν πιο δυνατά, πιο καθαρά και πιο τίμια από τους πεθαμένους των άλλων.
Το πρόβλημα, σ΄ αυτή τη γωνιά της γης, είναι ότι οι πεθαμένοι δεν μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς μόνο μερικές φορές, αλλά πάντοτε. Οι ζωντανοί παραλύουν στο άκουσμά τους. Τους χρησμούς των πεθαμένων αναλαμβάνουν να τους εξηγήσουν οι εθνικοί καλλιτέχνες. Να τους εξηγήσουν, όμως, σε ποιους; Σήμερα είναι πολύ απίθανο να πιστέψει ο υπόλοιπος κόσμος ότι το δικό σου έθνος, όποιο και αν είναι, έχει το μονοπώλιο του ιστορικού δίκιου και κουβαλάει το βαρύτερο φορτίο ιστορικής αδικίας από όλα τα άλλα. Άρα, οι εθνικοί καλλιτέχνες απευθύνονται πρωτίστως στο εθνικό ακροατήριο. Αυτό προσπαθούν να πείσουν. Μα δεν είναι ήδη πεισμένο το εθνικό ακροατήριο για το δίκιο της υπόθεσής του; Φαίνεται πως δεν είναι και τόσο, ό,τι και αν αποφαίνονται οι δημοσκόποι. Πολλές φορές δηλώνουμε βέβαιοι για κάτι τόσο φανατικότερα όσο λιγότερο βέβαιοι είμαστε μέσα μας. Κάνουμε θόρυβο για να σκεπάσουμε τους ψιθύρους των αμφιβολιών και της αβεβαιότητάς μας.
Αυτός είναι ένας μεγάλος μπελάς για τα έθνη που περνούν κρίση ταυτότητας ή δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει ταυτότητα. Τότε, όμως, επεμβαίνουν οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Αυτοί οργανώνουν και περιφρουρούν την ταυτότητα του έθνους. Αυτοί διαχειρίζονται τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική λήθη και, φυσικά, τους συλλογικούς μύθους. Κανονίζουν τις δόσεις και τους συνδυασμούς αυτών των τριών, έτσι ώστε να ζωγραφίζουν στον καθρέφτη την εικόνα που ο λαός θα ήθελε να βλέπει όταν κοιτάζεται εκεί.
Πείθεται ο λαός από το εθνικό είδωλό του; Πείθεται, όταν δεν βλέπει τίποτε άλλο. Όταν ο καθρέφτης απορροφά τις πραγματικές αντανακλάσεις ή τουλάχιστον εκείνες που δεν ταιριάζουν στο επιθυμητό είδωλο. Είναι ζήτημα παλαιότητας. Ο εθνικός καθρέφτης των «Σκοπιανών» φτιάχνεται τώρα από τους εθνικούς καλλιτέχνες τους, που μπορούν να ζωγραφίσουν πάνω του σχεδόν ό, τι θέλουν. Ο δικός μας εθνικός καθρέφτης έχει παλιώσει και μας δείχνει και πράγματα που δεν θα θέλαμε να καθρεφτίζονται εκεί. Γι΄ αυτό σ΄ εμάς παρατηρείται σήμερα έλλειψη εθνικών καλλιτεχνών. Έχουμε όμως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο.
Δεν είναι καθόλου αφελείς οι εθνικοί καλλιτέχνες. Συνήθως έχουν μια πιο σύνθετη εικόνα της κατάστασης από αυτή που παρουσιάζουν στον λαό τους. Δεν ξέρω τι λέει ο Μάντσεφσκι έξω από τη χώρα του, αλλά ο Θεοδωράκης έλεγε πριν από δέκα χρόνια στα Σκόπια τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα στο ελληνικό κοινό. Μήπως θα ήταν σωστότερο, αν όχι γενναιότερο, να πει στα Σκόπια αυτά που λέει στην Αθήνα και στην Αθήνα αυτά που έλεγε τότε στα Σκόπια; Δεν είναι άραγε καθήκον του καλλιτέχνη και του διανοούμενου να ορθώνουν το ανάστημά τους κόντρα στην κοινή γνώμη, όταν η κοινή γνώμη είναι τυφλωμένη από την άγνοιά της και τους δημαγωγούς; Όχι ακριβώς. Κάτι τέτοια μπορεί να τα κάνουν οι κριτικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Κι εδώ δεν μιλάμε για δαύτους, μιλάμε για τους εθνικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους.
Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα πιστεύει πως το Μακεδονικό ζήτημα δημιουργήθηκε μόλις το 1944 και μάλιστα τεχνηέντως, με δράστη τον Τίτο. Είναι μια δοξασία την οποία οφείλουν να υπηρετούν οι εθνικοί καλλιτέχνες, την πιστεύουν δεν την πιστεύουν. Τον σωστό δρόμο έδειξε ο εγκαίρως ανανήψας Μυριβήλης, που, αφού μας σύστησε τους «Μακεντόν ορτοντόξ» στην πρώτη έκδοση της Ζωής εν τάφω, το 1924, φρόντισε να τους εξαφανίσει μερικά χρόνια αργότερα από τις επόμενες.
Στην απέναντι πλευρά των συνόρων, οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι έχουν καταφέρει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, από ό, τι φαίνεται, να πείσουν τον δικό τους λαό ότι κατάγεται από τον Μέγα Αλέξανδρο. Αν τους αντιτείνεις ότι είναι Σλάβοι και κατέβηκαν στη Βαλκανική χίλια χρόνια μετά τον Αλέξανδρο, θα επιμείνουν ότι είναι Μακεδόνες, που απλώς εκσλαβίστηκαν γλωσσικά. Γελοίο; Σίγουρα. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποιούσαμε κι εμείς για τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας: ήταν Μακεδόνες, δηλαδή ΄Ελληνες, που εκσλαβίστηκαν γλωσσικά (και γι΄ αυτό είχαν υποχρέωση να ξαναμάθουν τη γλώσσα που ξέχασαν). Σε τούτη τη γωνιά του κόσμου, η βιολογία παραμένει το ύστατο επιχείρημα της εθνικής ιδεολογίας. Πώς το έλεγε η Μπίλιανα Πλάβσιτς, εκείνη η Σερβοβόσνια πολιτικός της περασμένης δεκαετίας; «Οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας είναι εκφυλισμένοι Σέρβοι. Το ξέρω, γιατί είμαι βιολόγος».
Ο Μάντσεφσκι δεν ψεύδεται. Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας πράγματι υπέστησαν πολλά, και από τους Οθωμανούς και από τους Έλληνες και από τους Βουλγάρους (το τελευταίο δεν ξέρω αν το δείχνει στην ταινία Σκιές ). Αλλά και δεν λέει όλη την αλήθεια. Δεν ζούσαν μόνο σλαβόφωνοι στη Μακεδονία. Οι Σλαβομακεδόνες επαναστάτες του 1903 ήταν σ΄ αυτό πιο ειλικρινείς. Και, αν υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ΠΓΔΜ Σλαβομακεδόνες που θεωρούν ότι δεν ανήκουν σε ξεχωριστό έθνος μα ότι είναι Βούλγαροι, πριν από εκατό χρόνια τα πράγματα ήταν πολύ πιο μπερδεμένα σε ό, τι αφορά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους. Ο Μάντσεφκσι, όμως, είναι εθνικός καλλιτέχνης: αλλού τονίζοντας και αλλού παραλείποντας, φτιάχνει μια εικόνα αυτού που είναι σήμερα το έθνος του τέτοια ώστε να μπορεί να την προβάλει στο μακρινό παρελθόν, βάζοντας τους πεθαμένους άλλων εποχών να μιλούν με τη φωνή των ζωντανών. Ή, για να το πούμε αλλιώς, μαθαίνοντας στους ζωντανούς να μιλούν με τη φωνή πεθαμένων.
Εμείς, όπως είπα, κοντεύουμε να ξεμείνουμε από εθνικούς καλλιτέχνες, εθνικούς ποιητές, εθνικούς στοχαστές. Ολοένα περισσότεροι πνευματικοί δημιουργοί μας αμφισβητούν ή επανεξετάζουν τις εθνικές μας πεποιθήσεις, ολοένα περισσότεροι δεν φοβούνται να δουν τα πράγματα και από τη σκοπιά των άλλων. Πολύς κόσμος θλίβεται ή ακόμα και εξοργίζεται γι΄ αυτό. Ας μου επιτραπεί να πω ότι εγώ το θεωρώ σημάδι ωριμότητας και δύναμης του έθνους μας. Γιατί, για να παραφράσω τον Μπρεχτ, στον σημερινό κόσμο αλίμονο στα έθνη που χρειάζονται ακόμη εθνικούς καλλιτέχνες.
Εφημεριδα
ΤΑ ΝΕΑ Σαββατο 22 Μαρτίου 2008
Εκεί όπου οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά
Γράφει
ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, βρήκα το τρέιλερ της ταινίας Σκιές, της τελευταίας δημιουργίας του Μίλτσο Μάντσεφσκι. Ο Μάντσεφσκι είναι ο γνωστότερος σκηνοθέτης του γειτονικού, ακατονόμαστου «κρατίδιου» και πραγματικά ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής. Την ταινία δεν την έχω δει ακόμα, όπως δεν την έχει δει κανένας στην Ελλάδα, αν και τα κανάλια μας έσπευσαν να συνεγείρουν τον λαό εναντίον της χαρακτηρίζοντάς την άθλια σκοπιανή προπαγάνδα. Έχω δει, όμως, την προηγούμενη ταινία του Μάντσεφσκι, τη Στάχτη , που μιλούσε για τις σφαγές και τους διωγμούς των «Μακεδόνων του Αιγαίου» στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και φαίνεται πως οι Σκιές συνεχίζουν στην ίδια γραμμή.
Μου έκανε εντύπωση το μότο που συνόδευε το τρέιλερ: «Μερικές φορές οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς». Νά λοιπόν, σκέφτηκα, ένας εθνικός καλλιτέχνης! Γιατί είναι προφανές ότι ο Μάντσεφκσι, μιλώντας για πεθαμένους, εννοεί τους πεθαμένους του δικού του έθνους, που μιλούν για τα δικά τους βάσανα και θυμίζουν το δικό τους δίκιο.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια εθνικοί καλλιτέχνες. Με εξαίρεση, βέβαια, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο. Που διεκτραγωδούν και αυτοί τα βάσανα του λαού τους, που διατρανώνουν το δικό του δίκιο. Ο Θεοδωράκης και ο Λαζόπουλος θα συμφωνούσαν αμέσως με τον Μάντσεφσκι ότι οι πεθαμένοι μπορούν να μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς. Οι δικοί μας πεθαμένοι, φυσικά. Που μάλιστα μιλούν πιο δυνατά, πιο καθαρά και πιο τίμια από τους πεθαμένους των άλλων.
Το πρόβλημα, σ΄ αυτή τη γωνιά της γης, είναι ότι οι πεθαμένοι δεν μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς μόνο μερικές φορές, αλλά πάντοτε. Οι ζωντανοί παραλύουν στο άκουσμά τους. Τους χρησμούς των πεθαμένων αναλαμβάνουν να τους εξηγήσουν οι εθνικοί καλλιτέχνες. Να τους εξηγήσουν, όμως, σε ποιους; Σήμερα είναι πολύ απίθανο να πιστέψει ο υπόλοιπος κόσμος ότι το δικό σου έθνος, όποιο και αν είναι, έχει το μονοπώλιο του ιστορικού δίκιου και κουβαλάει το βαρύτερο φορτίο ιστορικής αδικίας από όλα τα άλλα. Άρα, οι εθνικοί καλλιτέχνες απευθύνονται πρωτίστως στο εθνικό ακροατήριο. Αυτό προσπαθούν να πείσουν. Μα δεν είναι ήδη πεισμένο το εθνικό ακροατήριο για το δίκιο της υπόθεσής του; Φαίνεται πως δεν είναι και τόσο, ό,τι και αν αποφαίνονται οι δημοσκόποι. Πολλές φορές δηλώνουμε βέβαιοι για κάτι τόσο φανατικότερα όσο λιγότερο βέβαιοι είμαστε μέσα μας. Κάνουμε θόρυβο για να σκεπάσουμε τους ψιθύρους των αμφιβολιών και της αβεβαιότητάς μας.
Αυτός είναι ένας μεγάλος μπελάς για τα έθνη που περνούν κρίση ταυτότητας ή δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει ταυτότητα. Τότε, όμως, επεμβαίνουν οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Αυτοί οργανώνουν και περιφρουρούν την ταυτότητα του έθνους. Αυτοί διαχειρίζονται τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική λήθη και, φυσικά, τους συλλογικούς μύθους. Κανονίζουν τις δόσεις και τους συνδυασμούς αυτών των τριών, έτσι ώστε να ζωγραφίζουν στον καθρέφτη την εικόνα που ο λαός θα ήθελε να βλέπει όταν κοιτάζεται εκεί.
Πείθεται ο λαός από το εθνικό είδωλό του; Πείθεται, όταν δεν βλέπει τίποτε άλλο. Όταν ο καθρέφτης απορροφά τις πραγματικές αντανακλάσεις ή τουλάχιστον εκείνες που δεν ταιριάζουν στο επιθυμητό είδωλο. Είναι ζήτημα παλαιότητας. Ο εθνικός καθρέφτης των «Σκοπιανών» φτιάχνεται τώρα από τους εθνικούς καλλιτέχνες τους, που μπορούν να ζωγραφίσουν πάνω του σχεδόν ό, τι θέλουν. Ο δικός μας εθνικός καθρέφτης έχει παλιώσει και μας δείχνει και πράγματα που δεν θα θέλαμε να καθρεφτίζονται εκεί. Γι΄ αυτό σ΄ εμάς παρατηρείται σήμερα έλλειψη εθνικών καλλιτεχνών. Έχουμε όμως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο.
Δεν είναι καθόλου αφελείς οι εθνικοί καλλιτέχνες. Συνήθως έχουν μια πιο σύνθετη εικόνα της κατάστασης από αυτή που παρουσιάζουν στον λαό τους. Δεν ξέρω τι λέει ο Μάντσεφσκι έξω από τη χώρα του, αλλά ο Θεοδωράκης έλεγε πριν από δέκα χρόνια στα Σκόπια τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα στο ελληνικό κοινό. Μήπως θα ήταν σωστότερο, αν όχι γενναιότερο, να πει στα Σκόπια αυτά που λέει στην Αθήνα και στην Αθήνα αυτά που έλεγε τότε στα Σκόπια; Δεν είναι άραγε καθήκον του καλλιτέχνη και του διανοούμενου να ορθώνουν το ανάστημά τους κόντρα στην κοινή γνώμη, όταν η κοινή γνώμη είναι τυφλωμένη από την άγνοιά της και τους δημαγωγούς; Όχι ακριβώς. Κάτι τέτοια μπορεί να τα κάνουν οι κριτικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Κι εδώ δεν μιλάμε για δαύτους, μιλάμε για τους εθνικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους.
Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα πιστεύει πως το Μακεδονικό ζήτημα δημιουργήθηκε μόλις το 1944 και μάλιστα τεχνηέντως, με δράστη τον Τίτο. Είναι μια δοξασία την οποία οφείλουν να υπηρετούν οι εθνικοί καλλιτέχνες, την πιστεύουν δεν την πιστεύουν. Τον σωστό δρόμο έδειξε ο εγκαίρως ανανήψας Μυριβήλης, που, αφού μας σύστησε τους «Μακεντόν ορτοντόξ» στην πρώτη έκδοση της Ζωής εν τάφω, το 1924, φρόντισε να τους εξαφανίσει μερικά χρόνια αργότερα από τις επόμενες.
Στην απέναντι πλευρά των συνόρων, οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι έχουν καταφέρει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, από ό, τι φαίνεται, να πείσουν τον δικό τους λαό ότι κατάγεται από τον Μέγα Αλέξανδρο. Αν τους αντιτείνεις ότι είναι Σλάβοι και κατέβηκαν στη Βαλκανική χίλια χρόνια μετά τον Αλέξανδρο, θα επιμείνουν ότι είναι Μακεδόνες, που απλώς εκσλαβίστηκαν γλωσσικά. Γελοίο; Σίγουρα. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποιούσαμε κι εμείς για τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας: ήταν Μακεδόνες, δηλαδή ΄Ελληνες, που εκσλαβίστηκαν γλωσσικά (και γι΄ αυτό είχαν υποχρέωση να ξαναμάθουν τη γλώσσα που ξέχασαν). Σε τούτη τη γωνιά του κόσμου, η βιολογία παραμένει το ύστατο επιχείρημα της εθνικής ιδεολογίας. Πώς το έλεγε η Μπίλιανα Πλάβσιτς, εκείνη η Σερβοβόσνια πολιτικός της περασμένης δεκαετίας; «Οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας είναι εκφυλισμένοι Σέρβοι. Το ξέρω, γιατί είμαι βιολόγος».
Ο Μάντσεφσκι δεν ψεύδεται. Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας πράγματι υπέστησαν πολλά, και από τους Οθωμανούς και από τους Έλληνες και από τους Βουλγάρους (το τελευταίο δεν ξέρω αν το δείχνει στην ταινία Σκιές ). Αλλά και δεν λέει όλη την αλήθεια. Δεν ζούσαν μόνο σλαβόφωνοι στη Μακεδονία. Οι Σλαβομακεδόνες επαναστάτες του 1903 ήταν σ΄ αυτό πιο ειλικρινείς. Και, αν υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ΠΓΔΜ Σλαβομακεδόνες που θεωρούν ότι δεν ανήκουν σε ξεχωριστό έθνος μα ότι είναι Βούλγαροι, πριν από εκατό χρόνια τα πράγματα ήταν πολύ πιο μπερδεμένα σε ό, τι αφορά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους. Ο Μάντσεφκσι, όμως, είναι εθνικός καλλιτέχνης: αλλού τονίζοντας και αλλού παραλείποντας, φτιάχνει μια εικόνα αυτού που είναι σήμερα το έθνος του τέτοια ώστε να μπορεί να την προβάλει στο μακρινό παρελθόν, βάζοντας τους πεθαμένους άλλων εποχών να μιλούν με τη φωνή των ζωντανών. Ή, για να το πούμε αλλιώς, μαθαίνοντας στους ζωντανούς να μιλούν με τη φωνή πεθαμένων.
Εμείς, όπως είπα, κοντεύουμε να ξεμείνουμε από εθνικούς καλλιτέχνες, εθνικούς ποιητές, εθνικούς στοχαστές. Ολοένα περισσότεροι πνευματικοί δημιουργοί μας αμφισβητούν ή επανεξετάζουν τις εθνικές μας πεποιθήσεις, ολοένα περισσότεροι δεν φοβούνται να δουν τα πράγματα και από τη σκοπιά των άλλων. Πολύς κόσμος θλίβεται ή ακόμα και εξοργίζεται γι΄ αυτό. Ας μου επιτραπεί να πω ότι εγώ το θεωρώ σημάδι ωριμότητας και δύναμης του έθνους μας. Γιατί, για να παραφράσω τον Μπρεχτ, στον σημερινό κόσμο αλίμονο στα έθνη που χρειάζονται ακόμη εθνικούς καλλιτέχνες.
Εφημεριδα
ΤΑ ΝΕΑ Σαββατο 22 Μαρτίου 2008
Εκεί όπου οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά
Γράφει
ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, βρήκα το τρέιλερ της ταινίας Σκιές, της τελευταίας δημιουργίας του Μίλτσο Μάντσεφσκι. Ο Μάντσεφσκι είναι ο γνωστότερος σκηνοθέτης του γειτονικού, ακατονόμαστου «κρατίδιου» και πραγματικά ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής. Την ταινία δεν την έχω δει ακόμα, όπως δεν την έχει δει κανένας στην Ελλάδα, αν και τα κανάλια μας έσπευσαν να συνεγείρουν τον λαό εναντίον της χαρακτηρίζοντάς την άθλια σκοπιανή προπαγάνδα. Έχω δει, όμως, την προηγούμενη ταινία του Μάντσεφσκι, τη Στάχτη , που μιλούσε για τις σφαγές και τους διωγμούς των «Μακεδόνων του Αιγαίου» στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και φαίνεται πως οι Σκιές συνεχίζουν στην ίδια γραμμή.
Μου έκανε εντύπωση το μότο που συνόδευε το τρέιλερ: «Μερικές φορές οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς». Νά λοιπόν, σκέφτηκα, ένας εθνικός καλλιτέχνης! Γιατί είναι προφανές ότι ο Μάντσεφκσι, μιλώντας για πεθαμένους, εννοεί τους πεθαμένους του δικού του έθνους, που μιλούν για τα δικά τους βάσανα και θυμίζουν το δικό τους δίκιο.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια εθνικοί καλλιτέχνες. Με εξαίρεση, βέβαια, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο. Που διεκτραγωδούν και αυτοί τα βάσανα του λαού τους, που διατρανώνουν το δικό του δίκιο. Ο Θεοδωράκης και ο Λαζόπουλος θα συμφωνούσαν αμέσως με τον Μάντσεφσκι ότι οι πεθαμένοι μπορούν να μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς. Οι δικοί μας πεθαμένοι, φυσικά. Που μάλιστα μιλούν πιο δυνατά, πιο καθαρά και πιο τίμια από τους πεθαμένους των άλλων.
Το πρόβλημα, σ΄ αυτή τη γωνιά της γης, είναι ότι οι πεθαμένοι δεν μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς μόνο μερικές φορές, αλλά πάντοτε. Οι ζωντανοί παραλύουν στο άκουσμά τους. Τους χρησμούς των πεθαμένων αναλαμβάνουν να τους εξηγήσουν οι εθνικοί καλλιτέχνες. Να τους εξηγήσουν, όμως, σε ποιους; Σήμερα είναι πολύ απίθανο να πιστέψει ο υπόλοιπος κόσμος ότι το δικό σου έθνος, όποιο και αν είναι, έχει το μονοπώλιο του ιστορικού δίκιου και κουβαλάει το βαρύτερο φορτίο ιστορικής αδικίας από όλα τα άλλα. Άρα, οι εθνικοί καλλιτέχνες απευθύνονται πρωτίστως στο εθνικό ακροατήριο. Αυτό προσπαθούν να πείσουν. Μα δεν είναι ήδη πεισμένο το εθνικό ακροατήριο για το δίκιο της υπόθεσής του; Φαίνεται πως δεν είναι και τόσο, ό,τι και αν αποφαίνονται οι δημοσκόποι. Πολλές φορές δηλώνουμε βέβαιοι για κάτι τόσο φανατικότερα όσο λιγότερο βέβαιοι είμαστε μέσα μας. Κάνουμε θόρυβο για να σκεπάσουμε τους ψιθύρους των αμφιβολιών και της αβεβαιότητάς μας.
Αυτός είναι ένας μεγάλος μπελάς για τα έθνη που περνούν κρίση ταυτότητας ή δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει ταυτότητα. Τότε, όμως, επεμβαίνουν οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Αυτοί οργανώνουν και περιφρουρούν την ταυτότητα του έθνους. Αυτοί διαχειρίζονται τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική λήθη και, φυσικά, τους συλλογικούς μύθους. Κανονίζουν τις δόσεις και τους συνδυασμούς αυτών των τριών, έτσι ώστε να ζωγραφίζουν στον καθρέφτη την εικόνα που ο λαός θα ήθελε να βλέπει όταν κοιτάζεται εκεί.
Πείθεται ο λαός από το εθνικό είδωλό του; Πείθεται, όταν δεν βλέπει τίποτε άλλο. Όταν ο καθρέφτης απορροφά τις πραγματικές αντανακλάσεις ή τουλάχιστον εκείνες που δεν ταιριάζουν στο επιθυμητό είδωλο. Είναι ζήτημα παλαιότητας. Ο εθνικός καθρέφτης των «Σκοπιανών» φτιάχνεται τώρα από τους εθνικούς καλλιτέχνες τους, που μπορούν να ζωγραφίσουν πάνω του σχεδόν ό, τι θέλουν. Ο δικός μας εθνικός καθρέφτης έχει παλιώσει και μας δείχνει και πράγματα που δεν θα θέλαμε να καθρεφτίζονται εκεί. Γι΄ αυτό σ΄ εμάς παρατηρείται σήμερα έλλειψη εθνικών καλλιτεχνών. Έχουμε όμως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Λάκη Λαζόπουλο.
Δεν είναι καθόλου αφελείς οι εθνικοί καλλιτέχνες. Συνήθως έχουν μια πιο σύνθετη εικόνα της κατάστασης από αυτή που παρουσιάζουν στον λαό τους. Δεν ξέρω τι λέει ο Μάντσεφσκι έξω από τη χώρα του, αλλά ο Θεοδωράκης έλεγε πριν από δέκα χρόνια στα Σκόπια τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα στο ελληνικό κοινό. Μήπως θα ήταν σωστότερο, αν όχι γενναιότερο, να πει στα Σκόπια αυτά που λέει στην Αθήνα και στην Αθήνα αυτά που έλεγε τότε στα Σκόπια; Δεν είναι άραγε καθήκον του καλλιτέχνη και του διανοούμενου να ορθώνουν το ανάστημά τους κόντρα στην κοινή γνώμη, όταν η κοινή γνώμη είναι τυφλωμένη από την άγνοιά της και τους δημαγωγούς; Όχι ακριβώς. Κάτι τέτοια μπορεί να τα κάνουν οι κριτικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Κι εδώ δεν μιλάμε για δαύτους, μιλάμε για τους εθνικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους.
Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα πιστεύει πως το Μακεδονικό ζήτημα δημιουργήθηκε μόλις το 1944 και μάλιστα τεχνηέντως, με δράστη τον Τίτο. Είναι μια δοξασία την οποία οφείλουν να υπηρετούν οι εθνικοί καλλιτέχνες, την πιστεύουν δεν την πιστεύουν. Τον σωστό δρόμο έδειξε ο εγκαίρως ανανήψας Μυριβήλης, που, αφού μας σύστησε τους «Μακεντόν ορτοντόξ» στην πρώτη έκδοση της Ζωής εν τάφω, το 1924, φρόντισε να τους εξαφανίσει μερικά χρόνια αργότερα από τις επόμενες.
Στην απέναντι πλευρά των συνόρων, οι εθνικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι έχουν καταφέρει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, από ό, τι φαίνεται, να πείσουν τον δικό τους λαό ότι κατάγεται από τον Μέγα Αλέξανδρο. Αν τους αντιτείνεις ότι είναι Σλάβοι και κατέβηκαν στη Βαλκανική χίλια χρόνια μετά τον Αλέξανδρο, θα επιμείνουν ότι είναι Μακεδόνες, που απλώς εκσλαβίστηκαν γλωσσικά. Γελοίο; Σίγουρα. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποιούσαμε κι εμείς για τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας: ήταν Μακεδόνες, δηλαδή ΄Ελληνες, που εκσλαβίστηκαν γλωσσικά (και γι΄ αυτό είχαν υποχρέωση να ξαναμάθουν τη γλώσσα που ξέχασαν). Σε τούτη τη γωνιά του κόσμου, η βιολογία παραμένει το ύστατο επιχείρημα της εθνικής ιδεολογίας. Πώς το έλεγε η Μπίλιανα Πλάβσιτς, εκείνη η Σερβοβόσνια πολιτικός της περασμένης δεκαετίας; «Οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας είναι εκφυλισμένοι Σέρβοι. Το ξέρω, γιατί είμαι βιολόγος».
Ο Μάντσεφσκι δεν ψεύδεται. Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας πράγματι υπέστησαν πολλά, και από τους Οθωμανούς και από τους Έλληνες και από τους Βουλγάρους (το τελευταίο δεν ξέρω αν το δείχνει στην ταινία Σκιές ). Αλλά και δεν λέει όλη την αλήθεια. Δεν ζούσαν μόνο σλαβόφωνοι στη Μακεδονία. Οι Σλαβομακεδόνες επαναστάτες του 1903 ήταν σ΄ αυτό πιο ειλικρινείς. Και, αν υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ΠΓΔΜ Σλαβομακεδόνες που θεωρούν ότι δεν ανήκουν σε ξεχωριστό έθνος μα ότι είναι Βούλγαροι, πριν από εκατό χρόνια τα πράγματα ήταν πολύ πιο μπερδεμένα σε ό, τι αφορά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους. Ο Μάντσεφκσι, όμως, είναι εθνικός καλλιτέχνης: αλλού τονίζοντας και αλλού παραλείποντας, φτιάχνει μια εικόνα αυτού που είναι σήμερα το έθνος του τέτοια ώστε να μπορεί να την προβάλει στο μακρινό παρελθόν, βάζοντας τους πεθαμένους άλλων εποχών να μιλούν με τη φωνή των ζωντανών. Ή, για να το πούμε αλλιώς, μαθαίνοντας στους ζωντανούς να μιλούν με τη φωνή πεθαμένων.
Εμείς, όπως είπα, κοντεύουμε να ξεμείνουμε από εθνικούς καλλιτέχνες, εθνικούς ποιητές, εθνικούς στοχαστές. Ολοένα περισσότεροι πνευματικοί δημιουργοί μας αμφισβητούν ή επανεξετάζουν τις εθνικές μας πεποιθήσεις, ολοένα περισσότεροι δεν φοβούνται να δουν τα πράγματα και από τη σκοπιά των άλλων. Πολύς κόσμος θλίβεται ή ακόμα και εξοργίζεται γι΄ αυτό. Ας μου επιτραπεί να πω ότι εγώ το θεωρώ σημάδι ωριμότητας και δύναμης του έθνους μας. Γιατί, για να παραφράσω τον Μπρεχτ, στον σημερινό κόσμο αλίμονο στα έθνη που χρειάζονται ακόμη εθνικούς καλλιτέχνες.
Εφημεριδα
ΤΑ ΝΕΑ Σαββατο 22 Μαρτίου 2008
ουαου! δυνατό το κείμενο του Κούρτοβικ, και μάλιστα εις τριπλούν!
dora carrington
Το κείμενο του Κούρτοβικ δεν ξέρω αν είναι δυνατό ή αδύνατο, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι λέει μαλακίες.
Επιπλέον, είναι τρομερά ανεύθυνο και, θα έλεγα, ανέντιμο εκ μέρους του να γράφει με απόλυτη βεβαιότητα για το τι λέει και δεν λέει μια ταινία την οποία δεν έχει δει. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, την πατάει.
Την ταινία την έχω δει. Τίποτε απ' όσα φαντάζεται ο Κούρτοβικ γι' αυτήν δεν είναι αλήθεια. Ο Μαντσέφσκι δεν μιλάει στον "λαό του", ούτε σε κανέναν λαό του κόσμου συγκεκριμένα. Η ταινία είναι ένα μεταφυσικό θρίλερ για το ζήτημα της μνήμης, της απώλειας και του τραύματος. Ο Κούρτοβικ με μεγαλοψυχία αποφαίνεται ότι ο Μ. "έχει δίκιο" να λέει ότι οι Μακεδόνες υπέφεραν από τους Έλληνες. Ωστόσο, η ταινία δεν λέει απολύτως τίποτε τέτοιο. Οι Έλληνες και η Ελλάδα είναι παντελώς απόντες από την ταινία, προς μεγάλη λύπη όλων των ελληναράδων που φαντάζονται ότι όλη η υφήλιος ασχολείται με αυτούς.
Είναι ένδειξη των εθνικιστικών κολλημάτων του Κούρτοβικ το ότι ακούει ότι «Μερικές φορές οι πεθαμένοι μιλούν πιο δυνατά από τους ζωντανούς» και σκέφτεται "Νά λοιπόν ένας εθνικός καλλιτέχνης". Η σκέψη του είναι άκυρη. Το έργο δεν έχει τίποτε το εθνικό. Αντιθέτως, είναι ένα λυτρωτικό μήνυμα και μια έκκληση απαλλαγής από το βάρος των πεθαμένων, το οποίο, αν στρέφεται εναντίον κάποιου, αυτός είναι οι διανοητικές και οικονομικές ελίτ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, οι οποίες εργαλειοποιούν και καπηλεύονται τη μνήμη των νεκρών αυτών, και κανενός άλλου.
Δημοσίευση σχολίου