Συνοψίζοντας τις σκέψεις μου μετά το τέλος και αυτού του Φεστιβάλ, διαπιστώνω πως οι αρνητικές είναι πολύ περισσότερες από τις θετικές. Δε ξέρω αν φταίει η ελλιπής οργάνωση ή η ίδια η κινηματογραφική βιομηχανία με τις σοδειές που βγάζει, το φεστιβάλ πάντως φθίνει ως ποιοτικό μέγεθος. Το παράλογο δε είναι πως δυσανάλογα με αυτό, μεγεθύνεται ποσοτικά από κόσμο, που ο μισός από αυτόν να στήριζε ολόκληρη τη χρονιά τις κινηματογραφικές αίθουσες θα παύαμε να μιλάμε για κρίση. Είναι λοιπόν το φεστιβάλ γιορτή των σινεφίλ ή κοσμικό γεγονός ; Γιατί σκοτώνονται όλοι για μια απογευματινή προβολή π.χ. του Café de los maestros ενώ αν ανοίξει με διανομή μια εβδομάδα αργότερα ο αιθουσάρχης θα κλαίει ; Αν δεχτούμε ότι έχει γίνει περισσότερο κοσμικό, τότε το πρόβλημα αυτό θα διογκώνεται χρόνο με το χρόνο. Του χρόνου ειδικά που υπάρχει και το “βαρύ” 50 πολύ φοβάμαι πως θα έρθουν 1-2 τρανταχτά ονόματα και από εκεί και μετά το χάος, γιατί ο κόσμος έρχεται πλέον ότι και αν έχει.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του φεστιβάλ παραμένει για μένα η… αποθήκη Γ’. Είναι η μοναδική στιγμή μέσα στη χρονιά όπου θα βρεις όλους μαζεμένους, γνωστούς και φίλους, σε έναν χώρο. Άπειρες σινε-συζητήσεις, ανταλλαγή απόψεων όχι μόνο για τις προβολές του δεκαημέρου, αλλά για το αντικείμενο γενικότερα, με μια διάθεση ιδιαίτερα χαλαρή. Βέβαια για μην εκμηδενίσουμε τις προβολές, οφείλω να δώσω συγχαρητήρια στον Λευτέρη Αδαμίδη, του οποίου οι Μέρες Ανεξαρτησίας είναι το πιο ζωτικό κομμάτι του φεστιβάλ. Τα Let the right one in και Stella, οι ειδικές προβολές της Άμαξας Φάντασμα και της Ενσάρκωσης του Κακού, και η καλύτερη ταινία που είδα στο δεκαήμερο, Ο Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος, όπως και άλλες μικρότερου μεγέθους συζητήθηκαν αρκετά, σε αντίθεση με το διαγωνιστικό και – ακόμη χειρότερα – το ελληνικό τμήμα που δείχνουν να καταρρέουν. Το αστείο με τα βραβεία του διαγωνιστικού είναι πως αρχίζουν και γίνονται τόσα πολλά που στο τέλος θα βραβεύεσαι και μόνο που συμμετέχεις (αλήθεια αγαπητοί διοργανωτές αν δώσω του χρόνου ένα ποσό μπορείτε να θεσπίσετε βραβείο με το όνομά μου;). Στο ελληνικό τμήμα τουλάχιστον σώθηκε η παρτίδα με την απονομή του πρώτου βραβείου σε έναν νέο σκηνοθέτη (τον Αλέξανδρο Αβρανά του Without) του οποίου το πρώτο φιλμ μπορεί να είχε προβλήματα, αλλά σε σχέση με αυτά που είχαν οι υπόλοιπες ταινίες μεγαλύτερων ηλικιακά σκηνοθετών, φαντάζουν λίγα και κυρίως υπάρχει η πιθανότητα να βελτιωθούν στη συνέχεια.
Κλείνοντας εύχομαι να αλλάξει κάτι του χρόνου και το 50ο φεστιβάλ να είναι η απαρχή για μια διαφορετικής φιλοσοφίας διοργάνωση και να μην ξοδευτούν απλά χρήματα για ονόματα-βιτρίνες, ζημιώνοντας ουσιαστικά το υπόλοιπο της. Υπάρχει βέβαια και η άποψη του υπουργού πολιτισμού - και μεγάλου ταινιοφάγου φαντάζομαι - κ. Λιάπη ότι οι φετινές ταινίες αλλά και γενικότερα το φεστιβάλ ήταν πολύ υψηλού επίπέδου και όλα πήγαν καλά, οπότε μάλλον εγώ είμαι τρελός και κακώς διαβάσατε αυτό το κείμενο.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του φεστιβάλ παραμένει για μένα η… αποθήκη Γ’. Είναι η μοναδική στιγμή μέσα στη χρονιά όπου θα βρεις όλους μαζεμένους, γνωστούς και φίλους, σε έναν χώρο. Άπειρες σινε-συζητήσεις, ανταλλαγή απόψεων όχι μόνο για τις προβολές του δεκαημέρου, αλλά για το αντικείμενο γενικότερα, με μια διάθεση ιδιαίτερα χαλαρή. Βέβαια για μην εκμηδενίσουμε τις προβολές, οφείλω να δώσω συγχαρητήρια στον Λευτέρη Αδαμίδη, του οποίου οι Μέρες Ανεξαρτησίας είναι το πιο ζωτικό κομμάτι του φεστιβάλ. Τα Let the right one in και Stella, οι ειδικές προβολές της Άμαξας Φάντασμα και της Ενσάρκωσης του Κακού, και η καλύτερη ταινία που είδα στο δεκαήμερο, Ο Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος, όπως και άλλες μικρότερου μεγέθους συζητήθηκαν αρκετά, σε αντίθεση με το διαγωνιστικό και – ακόμη χειρότερα – το ελληνικό τμήμα που δείχνουν να καταρρέουν. Το αστείο με τα βραβεία του διαγωνιστικού είναι πως αρχίζουν και γίνονται τόσα πολλά που στο τέλος θα βραβεύεσαι και μόνο που συμμετέχεις (αλήθεια αγαπητοί διοργανωτές αν δώσω του χρόνου ένα ποσό μπορείτε να θεσπίσετε βραβείο με το όνομά μου;). Στο ελληνικό τμήμα τουλάχιστον σώθηκε η παρτίδα με την απονομή του πρώτου βραβείου σε έναν νέο σκηνοθέτη (τον Αλέξανδρο Αβρανά του Without) του οποίου το πρώτο φιλμ μπορεί να είχε προβλήματα, αλλά σε σχέση με αυτά που είχαν οι υπόλοιπες ταινίες μεγαλύτερων ηλικιακά σκηνοθετών, φαντάζουν λίγα και κυρίως υπάρχει η πιθανότητα να βελτιωθούν στη συνέχεια.
Κλείνοντας εύχομαι να αλλάξει κάτι του χρόνου και το 50ο φεστιβάλ να είναι η απαρχή για μια διαφορετικής φιλοσοφίας διοργάνωση και να μην ξοδευτούν απλά χρήματα για ονόματα-βιτρίνες, ζημιώνοντας ουσιαστικά το υπόλοιπο της. Υπάρχει βέβαια και η άποψη του υπουργού πολιτισμού - και μεγάλου ταινιοφάγου φαντάζομαι - κ. Λιάπη ότι οι φετινές ταινίες αλλά και γενικότερα το φεστιβάλ ήταν πολύ υψηλού επίπέδου και όλα πήγαν καλά, οπότε μάλλον εγώ είμαι τρελός και κακώς διαβάσατε αυτό το κείμενο.
Τ.Μ.
Το Φεστιβάλ τελείωσε. Οι μέρες περνούν, ο ενθουσιασμός της εορταστικής ατμόσφαιρας ξεθωριάζει κι αρχίζουν σιγά σιγά οι σταθμίσεις πριν την τελική ετυμηγορία. Η πόλη συνεχίζει να γουργουρίζει γλυκά τυλιγμένη σε μια μεταφεστιβαλική μελαγχολική ομίχλη, κι εγώ, ανάμεσα σε προγράμματα, κομμένα και ολόκληρα εισιτήρια, ανολοκλήρωτες λίστες, σκισμένες σημειώσεις, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων προσπαθώ να χωρέσω αυτό το δεκαήμερο σε λέξεις. Για ακόμα μια χρονιά βρίσκομαι στην ίδια ευχάριστα άβολη θέση –κι έχω αρχίσει να νιώθω κάπως γραφική: Γιατί για ακόμα μια φορά στέκομαι από τη χαζοχαρούμενη πλευρά των ικανοποιημένων κι αδυνατώ (αρνούμαι;) να δω την αρνητική πλευρά αυτού του δεκαημέρου.
Στις Μέρες Ανεξαρτησίας, για ακόμα μια φορά με επιλογές σε πολύ καλό επίπεδο στο σύνολό τους, δύο φιλμ κατάφεραν να τρυπώσουν στην καρδιά μου, το ιρλανδικό Kisses και το γαλλικό Stella. Η δε ειδική προβολή της Άμαξας Φάντασμα, μας θύμισε τί είναι πραγματικά η Τέχνη του κινηματογράφου, που δε χρειάζεται λόγο, παρά μόνο εικόνα, συνοδευόμενη από τους εύστοχους μουσικούς πειραματισμούς των Good Luck Mr Gosrky και Eventless Plot. Από τα Βαλκάνια, το βουλγάρικο Zift, δείχνει πως ένα σινεμά ζει και αναπνέει στη δική μας γωνιά της Ευρώπης, πραγματικά ελπιδοφόρο, πρωτότυπο, ολοκληρωμένο, και που ζητά ευκαιρίες για να αναδειχθεί. Το αφιέρωμα στον Τέρενς Ντέιβις μας έφερε σε επαφή μ’ ένα δημιουργό που είναι πραγματικά άξιον απορίας πως δεν έχει βρει το δρόμο του προς τις κινηματογραφικές αίθουσες και ένα πιο ευρύ κοινό νωρίτερα. Σινεμά απόλυτα προσωπικό, που όμως καταφέρνει να γίνεται οικουμενικό ακόμα κι όταν οι ιστορίες είναι απόλυτα αυτοβιογραφικές. Το Διεθνές Διαγωνιστικό, πάντα ένα αγκάθι του ΦΚΘ, είναι αλήθεια ότι ούτε φέτος πρόσφερε κάποια σημαντιική έκπληξη ή συγκίνηση και είναι γεγονός ότι, δεδομένου ότι το διαγωνιστικό μέρος είναι πάντα ο κύριος κορμός ενός διεθνούς κινηματογραφικού Φεστιβάλ, θα πρέπει επιτέλους να γίνει πιο ελκυστικό με καλύτερες και ποιοτικότερες επιλογές. Από την πάντα λειψή και προβληματική ελληνική σοδειά, το «Without», παρά τα υπαρκτά κενά του σε σενάριο και διαλόγους είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια απλή άσκηση ύφους, όπως έσπευσαν να το κατηγορήσουν πολλοί και άξιζε της προσοχής που δέχτηκε, ενώ το ντοκιμαντέρ «Η νύχτα που ο Φ. Πεσσόα συνάντησε τον Κ.Καβάφη», καταφέρνει εκτός από το ενδιαφέρον θέμα του που ιντριγκάρει και τον ανυποψίαστο θεατή, να τον κρατήσει και να τον μαγέψει με τον ανορθόδοξο τρόπο που εξελίσσεται. Οι ταινίες έναρξης και λήξης, δυνατές κάθε μία με τον τρόπο της, εκτός από λάμψη, είχαν και ουσία: συγκλονιστικό το «The Wrestler», γεμάτο και έντονο το «Frost/Nixon». Οι καλεσμένοι του Φεστιβάλ, τέλος, χρόνο με το χρόνο πληθύνονται, χωρίς να γίνονται εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό τους βάρος. Αν στα παραπάνω αμιγώς κινηματογραφικά προσθέσουμε την αποθήκη Γ που ποτέ δε κοιμάται, το χαρούμενο σινεφιλικό πλήθος που στριμώχνεται στα σκαλοπατάκια των αιθουσών και κάνει σ’ ολόκληρη την πόλη μια ένεση ζωντάνιας για δέκα μέρες, καθώς και και τους αγαπημένους ανθρώπους που βλέπουμε κάθε χρόνο με αφορμή την κινηματογραφική γιορτή, τότε το συμπέρασμα είναι για μένα απλό και αυτονόητο: αφήνω τα παράπονα για τα (υπαρκτά) προβλήματα στους άλλους.
Το Φεστιβάλ τελείωσε. Ζήτω το Φεστιβάλ!
Στις Μέρες Ανεξαρτησίας, για ακόμα μια φορά με επιλογές σε πολύ καλό επίπεδο στο σύνολό τους, δύο φιλμ κατάφεραν να τρυπώσουν στην καρδιά μου, το ιρλανδικό Kisses και το γαλλικό Stella. Η δε ειδική προβολή της Άμαξας Φάντασμα, μας θύμισε τί είναι πραγματικά η Τέχνη του κινηματογράφου, που δε χρειάζεται λόγο, παρά μόνο εικόνα, συνοδευόμενη από τους εύστοχους μουσικούς πειραματισμούς των Good Luck Mr Gosrky και Eventless Plot. Από τα Βαλκάνια, το βουλγάρικο Zift, δείχνει πως ένα σινεμά ζει και αναπνέει στη δική μας γωνιά της Ευρώπης, πραγματικά ελπιδοφόρο, πρωτότυπο, ολοκληρωμένο, και που ζητά ευκαιρίες για να αναδειχθεί. Το αφιέρωμα στον Τέρενς Ντέιβις μας έφερε σε επαφή μ’ ένα δημιουργό που είναι πραγματικά άξιον απορίας πως δεν έχει βρει το δρόμο του προς τις κινηματογραφικές αίθουσες και ένα πιο ευρύ κοινό νωρίτερα. Σινεμά απόλυτα προσωπικό, που όμως καταφέρνει να γίνεται οικουμενικό ακόμα κι όταν οι ιστορίες είναι απόλυτα αυτοβιογραφικές. Το Διεθνές Διαγωνιστικό, πάντα ένα αγκάθι του ΦΚΘ, είναι αλήθεια ότι ούτε φέτος πρόσφερε κάποια σημαντιική έκπληξη ή συγκίνηση και είναι γεγονός ότι, δεδομένου ότι το διαγωνιστικό μέρος είναι πάντα ο κύριος κορμός ενός διεθνούς κινηματογραφικού Φεστιβάλ, θα πρέπει επιτέλους να γίνει πιο ελκυστικό με καλύτερες και ποιοτικότερες επιλογές. Από την πάντα λειψή και προβληματική ελληνική σοδειά, το «Without», παρά τα υπαρκτά κενά του σε σενάριο και διαλόγους είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια απλή άσκηση ύφους, όπως έσπευσαν να το κατηγορήσουν πολλοί και άξιζε της προσοχής που δέχτηκε, ενώ το ντοκιμαντέρ «Η νύχτα που ο Φ. Πεσσόα συνάντησε τον Κ.Καβάφη», καταφέρνει εκτός από το ενδιαφέρον θέμα του που ιντριγκάρει και τον ανυποψίαστο θεατή, να τον κρατήσει και να τον μαγέψει με τον ανορθόδοξο τρόπο που εξελίσσεται. Οι ταινίες έναρξης και λήξης, δυνατές κάθε μία με τον τρόπο της, εκτός από λάμψη, είχαν και ουσία: συγκλονιστικό το «The Wrestler», γεμάτο και έντονο το «Frost/Nixon». Οι καλεσμένοι του Φεστιβάλ, τέλος, χρόνο με το χρόνο πληθύνονται, χωρίς να γίνονται εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό τους βάρος. Αν στα παραπάνω αμιγώς κινηματογραφικά προσθέσουμε την αποθήκη Γ που ποτέ δε κοιμάται, το χαρούμενο σινεφιλικό πλήθος που στριμώχνεται στα σκαλοπατάκια των αιθουσών και κάνει σ’ ολόκληρη την πόλη μια ένεση ζωντάνιας για δέκα μέρες, καθώς και και τους αγαπημένους ανθρώπους που βλέπουμε κάθε χρόνο με αφορμή την κινηματογραφική γιορτή, τότε το συμπέρασμα είναι για μένα απλό και αυτονόητο: αφήνω τα παράπονα για τα (υπαρκτά) προβλήματα στους άλλους.
Το Φεστιβάλ τελείωσε. Ζήτω το Φεστιβάλ!
M.P.
3 σχόλια:
Ψάχνω συν-χορηγούς για να θεσπίσουμε του χρόνου το ειδικό βραβείο "Ανθρωπότητα και Αλλαντίαση: Υπέρβαση, ή Συνενοχή", ενδιαφέρεσαι;
Ναι αλλά να ζητήσουμε να έχουμε δική μας επιτροπή ώστε να αποφασίσουμε εμείς για τον νικητή
Γράμμα στον Αγιο Βασίλη ....
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, πρώτα πρώτα θέλω να σε ευχαριστήσω για το
περσινό σου δώρο που ήταν μια ωραιότατη ρυτίδα στο μεσόφρυδο και έχω να σου
πω ότι αν φέτος επιχειρήσεις να μπεις απ' την καμινάδα μου, θ' ανάψω τζάκι
και θα σε κλάψουν οι τάρανδοι.
Kατά τα άλλα, όπως τα ξέρεις. Eτοιμαζόμαστε για γιορτές καπάκι
Xριστούγεννα-Πρωτοχρονιά και θα περάσουμε κα-τα-πλη-κτι-κά όπως κάθε χρόνο.
Tις ημέρες των παραμονών θα επωφεληθούμε από το συνεχές ωράριο των
καταστημάτων για να ξεχυθούμε σύσσωμοι στα μαγαζιά και να ψωνίσουμε ό,τι
να' ναι και μετά θα κουβαλάμε τα ό,τι να' ναι μας φορτωμένοι με τις
σακουλάρες πάνω κάτω στη Σκουφά, ψάχνοντας δύο ώρες για ταξί. Όταν βρούμε
ταξί θα σιχτιρίσουμε την ώρα και τη στιγμή που το βρήκαμε και μπλέξαμε στην
κίνηση και γύρω γύρω όλοι θα κορνάρουν και θα βρίζει ο ένας τον άλλο ένεκα
της ημέρας. Tο βράδυ της παραμονής των Xριστουγέννων, θα βγούμε έξω για να
τιμήσουμε τη γέννηση του Θεανθρώπου και θα στριμωχτούμε κι εμείς στη φάτνη
με τα ζώα, δηλαδή στο Rex, στην Aθηνών Aρένα, στο Bοτανικό και σε άλλα
μέρη. Οι γυναίκες θα φοράνε όοολες το «μικρό μαύρο φόρεμα». Kαι όοοολοι οι άντρες
θα καπνίζουν μια τεράστια γιορτινή πουράκλα που θα βρωμάει και θα ζέχνει.
Ύστερα, αφού χορέψουμε τσιφτετέλι και πιούμε ό,τι σκατο-ποτό κυκλοφορεί σε
μολότοφ στην αγορά, θα γυρίσουμε στο σπίτι για να ξεράσουμε και να
περιμένουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Tην παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ξαναξεχυθούμε στα μαγαζιά να ξαναψωνίσουμε
τα ό,τι να 'ναι που περίσσεψαν απ' τα Xριστούγεννα και θα επιστρέψουμε στα
σπίτια μας πτώματα για να ετοιμαστούμε άρον άρον για το ρεβεγιόν. Tο πιο
ευχάριστο απ' όλα είναι ότι επιτέλους θα συναντηθούμε όοοοολοι μαζί γιατί
θα εγκλωβιστούμε στο Σύνταγμα και στην Kηφισίας πρωτοχρονιάτικα και θα
καπνίζουμε μέσα στα αυτοκίνητα με αναμμένο το κλιματιστικό και όλα θα είναι
ένα σίχαμα. Θα είμαστε και εκνευρισμένοι από πριν που φάγαμε στο σπίτι της
μαμάς όπου περάσαμε φριχτά μια και συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια για να
τσακωθεί, όπως κάθε χρόνο. Eπίσης όπως κάθε χρόνο, το φαγητό θα είναι
χάλια, γιατί το κρέας της γαλοπούλας είναι απαίσιο και σκληρό και άμα
κρυώσει γίνεται σαν βατραχοπέδιλο. Παρ' όλα αυτά, θα καταβροχθίσουμε τον
άμπακο με έμφαση στη γέμιση και στη βασιλόπιτα και θα σκάσουμε και μετά θα
νυστάζουμε και θα θέλουμε να χωρίσουμε τις γκόμενες και τους γκόμενούς μας, γιατί φυσικά
αυτοί φταίνε που τραβιόμαστε στη μέση της νύχτας σαν τους ηλίθιους, και στο
μεταξύ όλα τα μαγαζιά θα είναι γεμάτα από κόσμο που καλωσορίζει το νέο
χρόνο με ξέφρενο ενθουσιασμό, πράγμα το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω.
Aυτό το στίχο «πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά» πρέπει να τον
έχει γράψει ο Φόρεστ Γκαμπ γιατί μόνο αν είσαι ο Φόρεστ Γκαμπ γιορτάζεις
που λιγοστεύει κατά ένα χρόνο η ζωή σου και θα σε φάει το μαύρο χώμα μια ωρα αρχύτερα.
Aυτά. Όσο για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν μας θα το περάσουμε κι αυτό
φα-ντα-στι-κά ξαναζουλιγμένοι στα μπουζούκια ή στα κουλά κυριλέ κλαμπ με
τους πορτιέρηδες Mίστερ Γαμάω και τις πορτιέρησες Mις Tσιμπούκι, όπου θα
πιούμε πετρέλαιο και θα πάρουμε και μερικά ναρκωτικά για το καλό. Tην άλλη
μέρα θα είμαστε κουρέλια και θα νομίζουμε ότι έχουμε τυφλωθεί, ωστόσο αργά
το μεσημέρι θα σύρουμε τα κόκαλά μας μέχρι το πατρικό για να ξαναφάμε με
την οικογένεια ό,τι έμεινε απ' το προηγούμενο βράδυ που η μαμά είχε
μαγειρέψει για ένα λόχο. Mετά θα κάνουμε φύλο και φτερό τη χτεσινή
βασιλόπιτα για να βρούμε το φλουρί που δεν θα βρεθεί ποτέ γιατί θα το έχει
καταπιεί ο παππούς με το πρωινό του ρόφημα.Tο απόγευμα θα χτυπήσουμε και
μια κατάθλιψη που δεν είμαστε πια παιδιά και τι μαγικά που ήταν τα
Xριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά κάποτε.
Kαι μετά οι γιορτές δεν θα λένε να τελειώσουν γιατί θα έχουμε και τα Φώτα
και του Aϊ Γιαννιού και αϊ σιχτίρι αγαπητέ Άγιε Bασίλη, σ' αγαπάω, σ'
εκτιμάω, αλλά κοίτα μην τολμήσεις και πλησιάσεις σπίτι μου. Φέτος θέλω μόνο
Kαλικάντζαρους. Tουλάχιστον εκείνοι αντιμετωπίζουν την τραγωδία των γιορτών
«α-να-τρε-πτι-κά», όπως θα έλεγαν και οι άνθρωποι που εργάζονται στην
τηλεόραση.
Kαι τώρα κλείνω γιατί πρέπει να γράψω και σ' άλλο κουλό άγιο.
Σε κάνα μήνα
έχουμε Bαλεντίνο.
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Δημοσίευση σχολίου