
Η ταινία:
Η ιστορία σαν μνήμη ιδρωμένου εφιάλτη, ο πόλεμος σαν μια καρτουνίστικη σύγχιση, η ηθική σαν βάμμα ιωδίου διαλυμένο σε νερό λερωμένο από γκριζογάλανες νερομπογιές. Το «Βαλς με τον Μπασίρ», η μεγάλη αδικημένη ταινία του τελευταίου φεστιβάλ των Κανών, μετατρέπει το ντοκιμαντέρ σε βίωμα, και το βίωμα σε νουάρ κινούμενο σχέδιο, σπάζοντας κάθε όριο στον κινηματογράφο της πολιτικής και ηθικής αφύπνισης, κατορθώνοντας να μη θυσιάσει ούτε δράμι της καλλιτεχνίας προς όφελος της καταγγελίας και αντίστροφα. Ένα μοναδικό στα χρονικά πείραμα, η μετατροπή ενός πολιτικού ντοκιμαντέρ σε κινούμενο σχέδιο σουρεαλιστικών αναμνήσεων και φροϋδικών επεξηγήσεων, στέφεται με απόλυτη, και τρομακτική για το συναίσθημα του θεατή επιτυχία, δημιουργώντας μία ταινία – πρότυπο, που θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί σαν εγχείρημα, εφ’ όσον κάτι τέτοιο προϋποθέτει πέρα από ιδιαίτερο ταλέντο και ευαισθησία, περίσσευμα κινηματογραφικής, ιστορικής και ηθικής ευθύνης. Ένας σκηνοθέτης, ο Άρι (που είναι και το όνομα του σκηνοθέτη της ταινίας) ακούει από έναν φίλο του την αφήγηση του ονείρου του, το ίδιο όνειρο κάθε βράδυ: να τον παίρνουν στο κυνήγι 26 σκυλιά. Ο Άρι και ο φίλος, υπηρέτησαν μαζί στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου, στις αρχές του 80, όμως ο Άρι δεν έχει την παραμικρή μνήμη από εκείνες τις ημέρες. Παρών απών, σε έναν πόλεμο για τον οποίο πρέπει να μάθει την αλήθεια, ο Άρι αναζητά κι άλλους συμπολεμιστές, προσπαθώντας να συνθέσει το παζλ της χαμένης του μνήμης. Και του λόγου που αυτή η μνήμη διαγράφτηκε. Και σιγά σιγά, μέσα από την παραίσθηση, γεννιέται η αίσθηση, σαν το ξημέρωμα ενός λυτρωτικού πρωινού μετά από μια βακχική νύχτα. Τι γίνεται όμως όταν η λύτρωση αυτού του πρωινού, δεν φωτίζεται από ένα απαλό, ευγενικό φως, αλλά από την εκτυφλωτική λάμψη του λιβανέζικου ήλιου, μέσα σε ένα σκονισμένο τοπίο αίματος και πτωμάτων; Με ένα συνεχές αισθητικό και συναισθηματικό μανιπιουλάρισμα του θεατή, τη βύθιση του στη μέθη και την ασφαλή αμφιβολία της κινηματογραφικής μυθοπλασίας μέχρι το βίαιο ξεμπρόστιασμά του μπροστά στην φρικαλεότητα της αλήθειας, τη διατήρηση της ανασφάλειάς του απέναντι στο φαίνεσθαι και το είναι μέσα από τη χρήση μιας κατ’ εξοχήν αντιρεαλιστικής γραφής, αυτής του κινουμένου σχεδίου (και εν προκειμένω της τεχνικής του rotoscope, της ψηφιακής επιχρωμάτισης δηλαδής κανονικών λήψεων) και την γραμμένη από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας, κατάληξη, γεννιέται ένα μοντέρνο και εκρηκτικό αριστούργημα που μπορεί άφοβα να χαρακτηριστεί μοναδικό εφ’ όσον είναι αμφίβολο αν τα επί μέρους στοιχεία του, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ξανά σε ένα ανάλογο εγχείρημα με τόση αποτελεσματικότητα, ευαισθησία, τεχνική, και καθαρότητα. Το «Βαλς με τον Μπασίρ», δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο, από ένας δαιμονικός χορός, αποφασισμένος να σε στροβιλίσει με τόση ταχύτητα, όση χρειάζεται για να αισθανθείς τον άνεμο γύρω σου να σου χαράζει το πρόσωπο.
(O Τάσος Θεοδωρόπουλος στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ Κυριακή 4.1.2009)
3 σχόλια:
Και καλύτερη ταινία τελικά από την NSFC για το 2008
Ευχαριστώ - απλά αυτό.
Απλα...υπέροχο και μαγικο!Να το δείτε όλοι!!!!
Δημοσίευση σχολίου