Στο σινεμά, πάνω κάτω, ισχύει αυτό που ορίζει την ευτυχία σου και τις αναπηρίες σου στη ζωή σου: Τι περιμένεις από τη ζωή σου; Τι περιμένεις από μια ταινία; Και ποιος σου είπε ότι α) αυτό που περιμένεις, θα είναι πάντα το ίδιο και απαράλλαχτο και ποιος σου είπε β) ότι δεν έχεις το δικαίωμα να εκπλαγείς, να σαστίσεις και μετά να χαρείς σαν πιτσιρικάς, όταν το αποτέλεσμα, ξεπερνά τις προσδοκίες σου; Αν είσαι από αυτούς, που έχουν ταχθεί να περάσουν την ζωή τους, σε ένα σεληνιασμένο, υπαρξιακό ημίφως, τότε, μην, επαναλαμβάνω ,μην, πας να δεις τον «Κακό, τον Καλό κλπ». Αν όμως, κάπου κάπως στην πορεία, αισθάνεσαι ότι σου στέρησαν το πάρτι που σου αξίζει, τη χαρά του παιδιού και τον κανιβαλισμό του ευγενικού χουλιγκάνου, τρέξε αμέσως. Φρενήρης φόρος τιμής στα σπαγκέτι γουέστερν, αυτή η κορεατική υπερπαραγωγή (η πιο ακριβή στα χρονικά της πλέον αναπτυσσόμενης και διασκεδαστικής ασιατικής κινηματογραφίας), φέρει τη βαρβάτη σκηνοθετική υπογραφή του Κιμ Τζι Γουν, ενός ιδιαίτερου μαγκάκου που ως τώρα τον είχαμε λατρέψει από τις υπερβίαιες και σούπερ στιλιζαρισμένες γκαγκστερικές και θριλερικές νουάρ σινεφίλ του εξορμήσεις, όμως εδώ, αποφασίζει να τινάξει την μπάνκα στον αέρα και να γιορτάσει την τσιγκολελέτα της πυροβολημένης, ακροβατικής και θεαματικής υπερβολής. Το σπαγκέτι γουέστερν, γίνεται νουντλ, μέσα από την μετεγγραφή των πιο ευτελών στοιχείων του είδους που άφησε εποχή, σε τεχνολογικό high definition αξιώσεων που σε αφήνει με τα σαγόνια στα πατώματα από τον βέβηλο ασιατικό σεβασμό, σε ένα από τα αγαπημένα κινηματογραφικά είδη της δυτικής κουλτούρας. Δεν χορταίνεις να βλέπεις κυνηγητά πυροβολισμούς και χαβαλέ, σαν μικρό παιδί, κι αν για μια στιγμή νοιώσεις ενοχή με αυτό, σου έχω έναν καλό ψυχαναλυτή να σου συστήσω. Χοντρικά να σας πως την υπόθεση, στην Μαντζουρία του 1940, τρεις παράνομοι βρίσκονται στο κατόπι ενός χάρτη θησαυρού, και στο δικό τους κατόπι βρίσκονται με τη σειρά τους, ο Ιαπωνικός στρατός και Κινέζοι μαλαπέρδες. Ω ναι, η πλοκή και η λογική κάποια στιγμή χάνουν λάδια κι επίσης, μέσα στη δίωρη διάρκεια, το αστείο που και που ξεφουσκώνει, αλλά υπάρχουν τόσες σκηνές να ουρλιάξεις από ευφορία, τέτοια αίσθηση εφηβικού ενθουσιασμού και ενήλικου, σκηνοθετικά φλασάτου χειρισμού των ‘κομματιών εντυπωσιασμού’, κάργα σινεφιλία, και μια σχιστομάτικη, ψυχεδελική αναρχία απέναντι στα τεκταινόμενα και την έκβαση τους, που βγαίνεις από την αίθουσα με το χαμόγελο χαραγμένο στη μούρη, και το μάτι σου κατάλαμπρο, σαν να το έπλυνες με «σε όλη την ελλάδα αγαπούν το λευκό, αγαπούν το ρολ». Το σπρινγκ ρολ.
Τασος Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου