Μοναδική περίπτωση στον παγκόσµιο κινηµατογράφο ήταν ο Μαξ Οφίλς του οποίου η «Αγνωστη κυρία» (Μadame De...) µας απασχολεί σήµερα. Γεννήθηκε το 1902 και πέθανε µόλις το 1957. Γυρίζει την πρώτη του µικρού µήκους ταινία το 1931. Προβλέποντας την απειλή της ανόδου του ναζισµού, ο Οφίλς, που ήταν Εβραίος, κατέφυγε το 1931 στη Γαλλία. Η καλύτερη από τις ταινίες της γερµανικής περιόδου του είναι χωρίς αµφιβολία η «Αγαπηµένη» (παίχτηκε στην Ελλάδα και µε τον τίτλο «Λιµπελάι»). Στη Γαλλία γυρίζει τα φιλµ «Χωρίς επαύριον», «Σαράγεβο». Οταν ξεσπάει ο πόλεµος καταφεύγει στο Χόλιγουντ, όπου το 1948 γυρίζει «Το γράµµα µιας άγνωστης». Οταν πλέον επιστρέψει στη Γαλλία, θα σκηνοθετήσει µια ολόκληρη σειρά από αριστουργήµατα: «Το γαϊτανάκι του έρωτα», «Η ηδονή», «Η άγνωστη κυρία» µε πρωταγωνίστρια την αγαπηµένη του ηθοποιό Ντανιέλ Νταριέ και «Λόλα Μοντέζ». Σε όλα του τα έργα συναντούµε ορισµένα σταθερά χαρακτηριστικά: τις απαλές µετακινήσεις της κάµερας, την περίπλοκη χρήση των γερανών, των βαγονιών και της εκτεταµένης λήψης µε τράβελινγκ, από την οποία επηρεάστηκε ο Στάνλεϊ Κιούµπρικ, ο οποίος είχε εκδηλώσει τον θαυµασµό του γι' αυτόν, αλλά και ο Ζακ Ντεµί στη Γαλλία, του οποίου η πρώτη ταινία, η «Λόλα», είναι αφιερωµένη στον Οφίλς, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του. Ηρωίδα της «Αγνωστης κυρίας», η Λουίζ (Ντανιέλ Νταριέ ) η οποία πουλάει τα πανάκριβα σκουλαρίκια που της χάρισε ο σύζυγός της για να καλύψει κάποιο χρέος ισχυριζόµενη ότι κλάπηκαν. Οµως, επιστρέφουν στα χέρια της από έναν θαυµαστή της, τον Ντονάτι ( τον υποδύεται ο Βιτόριο ντε Σίκα )και αποκτούν τεράστια συµβολική αξία. Μετακινούνται, χαρίζονται και µεταπωλούνται από συζύγους, συγγενείς, εραστές και ενεχυροδανειστές. Τα σκουλαρίκια κάνουν ένα «γαϊτανάκι του έρωτα» και ο Οφίλς καταφέρνει να τα µετατρέψει από άψυχο αντικείµενο σε σύµβολο ενός απόκρυφου ψυχισµού, διαφορετικού για κάθε ήρωα.
Με µια κινηµατογράφηση που φέρνει χορευτική ζάλη, δηµιουργεί ένα κοµψοτέχνηµα ροµαντισµού πλαισιωµένου από βιεννέζικα βαλς. Ενα φιλµ - θρίαµβο του µελοδράµατος. Με φόρµα αψεγάδιαστη, που καταφέρνει να απογειώσει ένα συνηθισµένο ερωτικό τρίγωνο σε ένα λαµπρό και ταυτόχρονα οδυνηρό έργο τέχνης µε µεθοδική κοµψότητα. Στην πρώτη σκηνή βλέπουµε µόνο τα σκουλαρίκια της, τα οποία ετοιµάζεται να βάλει ενέχυρο, καθώς οδεύει προς την καταστροφή. Η κάµερα κινείται µαζί µε τα σκουλαρίκια και αποκαλύπτει τελικά το πρόσωπο της Λουίζ στον καθρέφτη, ανάµεσα στα υπάρχοντά της. Από εκείνη τη στιγµή κι έπειτα ο σκηνοθέτης δεν µας αφήνει να παραβλέψουµε τα στοιχεία αυτής της πλούσιας κοινωνίας: άφθονο χρήµα και χρέη, πανταχού παρόντες υπηρέτες, πρωτόκολλο προετοιµασίας πριν από τις δηµόσιες εµφανίσεις. Ακόµα και το ταξίδι από την κρεβατοκάµαρα µέχρι την εξώπορτα ανάγεται σε εκλεπτυσµένη κοινωνιολογική αναφορά. Εκτός από το σπίτι και το ενεχυροδανειστήριο υπάρχουν µια εκκλησία, χώρος όπου κυριαρχεί η υποκρισία των αστών, και η όπερα, όπου τα πάντα είναι θέαµα. Εκεί συναντούµε τον σύζυγο της Λουίζ, τον Αντρέ (Σαρλ Μπουαγιέ), ο οποίος είναι εύθυµος όσο καταφέρνει να ελέγχει τις υποθέσεις (δικές του και δικές της) αυτού του «εκλεπτυσµένου» και γεµάτου υποκρισία Γάλλου.
Η «Αγνωστη κυρία» είναι άλλοτε εύθραυστη, άλλοτε σκληρή και άλλοτε συµπονετική ή συγκινητική. Ο Οφίλς σκιαγραφεί αυτό τον κόσµο µε µπρεχτική ακρίβεια. Κι όµως, ποτέ δεν υποτιµά τη δύναµη ή τη σηµασία του καταπιεσµένου, ατοµικού πόθου. Ακόµη και όταν οι χαρακτήρες υποφέρουν µέσα στις συµβολικές φυλακές τους ή βάζουν παγίδες ο ένας στον άλλον, τα πάθη τους καίνε. Η γυναίκα στο σινεµά του Οφίλς, είναι ερωτευµένη µε τον έρωτα και κυριαρχηµένη από το πάθος και τον πόθο. Προκαλεί την µοίρα της σ' έναν αναίσθητο και βίαιο ανδροκρατούµενο κόσµο, για να συντριβεί τελικά κάτω από το βάρος της ψευδαίσθησης και της απάτης. Ετσι λοιπόν και η «Αγνωστη κυρία» είναι µια ταινία για την απατηλή λάµψη του ψεύδους και την ερωτική πλάνη.
Μια κωµωδία µε τραγική κατάληξη, στην οποία οι πραγµατικοί πρωταγωνιστές, τα σκουλαρίκια της ηρωίδας, σέρνουν τον χορό της υποκρισίας, της ανειλικρίνειας, της µικροψυχίας και της εκδίκησης. Χρησιµοποιώντας εκπληκτικά το θεατρικό του οπλοστάσιο, ο ποιητής του ψεύδους Μαξ Οφίλς µε ένα µελοδραµατικό, πληθωρικό ( σχεδόν µπαρόκ ) κινηµατογραφικό ύφος, µετατρέπει τον κόσµο των ηρώων του σ' ένα τεράστιο παλκοσένικο, πάνω στο οποίο οι ηδονές και οι απολαύσεις της ζωής χορεύουν αγκαλιά µε τη µοναξιά και τον θάνατο.
Δημήτρης Δανίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου