Day1
Με "Αληθινό Θράσος" ξεκίνησε το 61° Φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου. Το ρημέικ του φιλμ του Χένρι Χαθαγουέι, που είχε χαρίσει στον Τζον Γουέιν το μοναδικό του Όσκαρ ερμηνείας, είναι όχι τυχαία η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εμπορική επιτυχία στην καριέρα των αδελφών Κοέν. Μαζί κλασσικό κι ανανεωτικό γουέστερν, δίνει την ευκαιρία στον Τζεφ dude Μπρίτζες, να χτίσει έναν ακόμη αξιομνημόνευτο χαρακτήρα και να κάνει ακόμη και τους αγγλόφωνους θεατές να εκτιμήσουν την αξία των υποτίτλων.
Στην τελετή έναρξης του φεστιβάλ, η πρόεδρος Ισαμπέλα Ροσελίνι, με γυαλί δασκάλας (αλλά και μιας ηλικίας καθότι τα χρόνια περνούν), διάβασε με όλο το σοβαρό ύφος που απαιτούσε η περίσταση, μια επιστολή του Ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος θα ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής αλλά βρίσκεται φυλακισμένος στην Τεχεράνη. Το ιαρανικό καθεστώς του έχει απαγορεύσει να κάνει σινεμά για τα επόμενα είκοσι χρόνια, αλλά όπως έγραψε ο ίδιος, “μπορεί να μου έχουν απαγορεύσει να σκέφτομαι και να γράφω, αλλά δεν μπορούν να με εμποδίσουν να ελπίζω ότι σε είκοσι χρόνια, ο φόβος και η ιερά εξέταση θα έχουν δώσει τη θέση τους στην ελευθερία των ανθρώπων και του λόγου...”
Η νεαρή πρωταγωνίστρια των Κοέν, Χάιλι Στάινφελντ, δεν είναι η μόνη ανήλικη ηθοποιός που δίνει μια αξιοθαύμαστα ολοκληρωμένη ερμηνεία το φεστιβάλ. Στο αργεντίνικο El Premio που είδαμε στο διαγωνιστικό, η επτάχρονη Πόλα Γκαλινέλι Χέρτζογκ είναι απλά συναρπαστική στον ρόλο ενός κοριτσιού που κρύβεται με την μητέρα της σε μια ξεχασμένη από τον θεό επαρχία για να ξεφύγουν από το δικτατορικό καθεστώς της χώρας. Λίγες ώρες αργότερα στο Tomboy της γαλλίδας Σελίν Σκιαμά, η εντεκάχρονη Ζόι Εράν, υποδύεται με περισσότερη ωριμότητα και φυσικότητα απ όση θα τολμούσες να φανταστείς, ένα κορίτσι που μοιάζει με αγόρι και που αφήνει τους καινούριους φίλους της να νομίζουν ότι είναι όντως.
Καθώς τα χρόνια περνούν, ο Κέβιν Σπέισι μοιάζει όλο και περισσότερο στο ινδαλμά του, Τζάκ Λέμον, κάτι που επιβεβαιώσαμε για μια ακόμη φορά βλέποντάς τον να περπατά στο κόκκινο χαλί, για την ταινία του Τζ. Σ. Τσάντορ Margin Call. Μια ιστορία για την οικονομική κρίση στην Αμερική μοιάζει ότι πρέπει για το διαγωνιστικό του Βερολίνου, (ειδικά όταν το καστ περιλαμβάνει σταρ σαν τον Κέβιν και τον Τζέρεμι Άιρονς), αλλά κανείς δεν μοιάζει να ενθουσιάστηκε, εκτός από τους θαυμαστές που περίμεναν στο κρύο να ουρλιάξουν...
Η πρώτη ταινία από την Αλβανία που συμμετείχε ποτέ στο φεστιβάλ, είναι συμπαραγωγή με την χώρα μας. Η Αμνηστία του μόνιμου κάτοικου Ελλάδας Μπουγιάρ Αλιμάνι, είναι ένα "σπαρτιάτικο" δράμα, για μια γυναίκα κι έναν άντρα που γνωρίζονται στην φυλακή, όπου επισκέπτονται τους συζύγους τους. Μια ερωτική σχέση γεννιέται, αλλά όταν η κυβέρνηση χαρίσει αμνηστία στους κρατουμένους, όλα ανατρέπονται. Η πρώτη δημοσιογραφική προβολή χτες, ήταν γεμάτη ασφυκτικά, όχι μόνο από περιέργεια για μια κινηματογραφία σχεδόν παντελώς άγνωστη, αλλά γιατί το φιλμ μοιάζει να έχει χτίσει ήδη μια φήμη ανάμεσα στους φεστιβαλιστές. Οι πρώτες εντυπώσεις: πετυχημένα ρεαλιστικό ύφος του φιλμ, εντυπωσιακή φωτογραφία και δυνατές ερμηνείες σε ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο που (παρά τις επί μέρους αντιρρήσεις) δικαιώνει τις υποσχέσεις που είχαν αφήσει οι μικρού μήκους του Αλιμάνι.
Τέλος επειδή αυτός ο πλανήτης προφανώς δεν έχει αρκετούς σκηνοθέτες, ο πρώην πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας (αλλά και της Τσεχίας) Βάκλαβ Χάβελ ετοιμάζεται να γίνει και κινηματογραφιστής. Το τρέιλερ της πρώτης ταινίας του που είναι βασισμένη στο θεατρικό του με τίτλο Leaving, προβάλλεται σε υποψήφιους αγοραστές και χρηματοδότες και σύμφωνα με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του είναι βασισμένο στον Βασιλιά Λιρ και τον Βυσινόκηπο και μιλά για “το τέλος. Το τέλος ενός άντρα. Το τέλος μιας κοινότητας. Το τέλος του έρωτα”. Το τέλος της λογικής ίσως;
Day 2
Οι δυο ντόπιες ταινίες που είδαμε μέχρι τώρα στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ, μας άφησαν με κάτι χειρότερο από ανάμεικτα συναισθήματα. Το Sleeping Sickness του Ούρλιχ Κέλερ, είναι ένα από εκείνα τα φιλμ που μοιάζουν να έχουν νόημα μόνο στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Η αδιάφορη ιστορία ενός γιατρού που δουλεύει σε μια ανθρωπιστική αποστολή στο Καμερούν, μιλά θεωρητικά για την εξάρτηση της μαύρης ηπείρου από τα χρήματα της Δύσης, την διαφθορά κι από τις δυο πλευρές και την αναζήτηση ταυτότητας, αλλά στην πραγματικότητα, αναμασά ευκολίες, προβλέψιμα συμπεράσματα και στο τέλος πυροβολεί τον εαυτό της στο πόδι με ένα τέλος ...ιποποτάμειας υπερβολής. Στην συνήθως παγωμένη αίθουσα του Berlinale Palast ακούστηκαν κραυγές αποδοκιμασίας στο τέλος του φιλμ, κι αυτό προφανώς λέει κάτι.
Η δεύτερη σύγκρουσή μας με το (τουρκο)γερμανικό σινεμά ήταν πολύ πιο επώδυνη. Στο Almanya: Welcome to Germany της Γιασεμίν Σαμντερελί, ένας συνταξιούχος Τούρκος μετανάστης αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην Ανατολία, και φιλοδοξεί να πάρει μαζί όλη την οικογένεια για διακοπές. Μια οικογένεια που δεν γνωρίζει τη γεωγραφία της "πατρίδας" και που τα μέλη της δεν είναι καν σίγουρα αν είναι Τούρκοι ή Γερμανοί. Το φιλμ φιλοδοξεί να θίξει σοβαρά ζητήματα (εθνική ταυτότητα, κανείς;) μέσα από το χιούμορ, αλλά το κλίμα θυμίζει φτηνή φαρσοκωμωδία και η φωτογραφία νοσταλγικές ελληνικές ταινίες σαν το Peppermint, η ακόμη χειρότερο τις τηλεοπτικές διαφημίσεις της κινητής τηλεφωνίας με τους κρητικούς -ή μήπως είναι Μανιάτες; Κάποιοι από τους Γερμανούς θεατές στην αίθουσα πάντως γέλασαν με την ψυχή τους (είναι αυτοί που επιβεβαιώνουν το κλισέ ότι το χιούμορ δεν είναι το μεγάλο ατού των τευτόνων), ενώ κάποιοι άλλοι αποχώρησαν μαζί με την πλειοψηφία των μη Γερμανών θεατών προσβεβλημένοι από την παρέλαση κλισέ, και ανοησίας που συνεχιζόταν στην οθόνη.
Αν το Precious του Λι Ντανιελς, έδωσε φωνή σε μια σιωπηρή -όχι και τόσο μειονότητα- και απεικόνισε με σκληρότητα και αλήθεια μια άβολη πλευρά της φτωχής μαύρης Αμερικής, το Yelling to the Sky της Βικτόρια Μαχόνι, κάνει κάτι παρόμοιο μόνο που το κάνει δεύτερο, και καταϊδρωμένο. Από την άλλη, αν το Precious δεν είχε προηγηθεί, πιθανότατα δεν θα βλέπαμε ποτέ αυτό το φιλμ, πόσο μάλλον στο διαγωνιστικό ενός φεστιβάλ σαν το Βερολίνο. Κι αυτό ίσως και να ήταν ένας καλός λόγος να μην είχε υπάρξει ποτέ το Precious. Οι ομοιότητες δεν σταματούν στην παρουσία της Γκαμπούρι Σιντεμπέ, που εδώ κρατά έναν δεύτερο ρόλο, αλλά διατρέχουν το φιλμ που αφηγείται μια παρόμοια ιστορία, οικογενειακής δυσλειτουργίας, κακομεταχείρισης αλλά και ελπίδας. Μπορεί να μην επιμένει τόσο στο hardcore δράμα, αλλά δυστυχώς δεν έχει ούτε την δύναμη, ούτε τη σκηνοθετική ματιά ούτε τις ερμηνείες που θα κρατήσουν το ενδιαφέρον.
Day 3
Η ποίηση των σωμάτων, ο μυστικισμός του χορού, η δύναμη και η πλαστικότητα του κορμιού, η ρευστότητα και η χάρη, η μαγική τέχνη της Πίνα Μπάους ήταν δίχως αμφιβολία το γεγονός της μέρας, χτες στην Berlinale. Μπορεί το Pina, να έφερε την υπογραφή του Βιμ Βέντερς, όμως το εντυπωσιακό αυτό τρισδιάστατο ντοκιμαντέρ, ανήκε δίχως αμφιβολία ολοκληρωτικά στην σπουδαία χορογράφο. Τα μέλη της ομάδας της, εκτελούν επί της οθόνης, στην σκηνή, αλλά και al fresco μερικές από τις πιο διάσημες χορογραφίες της και παράλληλα μιλούν με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια, για την ζωή μαζί της, την τέχνη της και τον τρόπο της δουλειάς της. Παραδόξως ακόμη κι αν τα παραπάνω μοιάζουν λίγα, το φιλμ κατορθώνει να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα -ίσως όχι για την ζωή και το έργο της, αλλά σίγουρα-, για την σημασία της δουλειάς της και τον τρόπο μέσω αυτής που άλλαξε το σύγχρονο χορό.
3D ήταν και η καινούρια ταινία του Μισελ Οσελό, Les Contes des La Nuit, μια ακόμη “χειροποίητη”, “κεντημένη” ταινία κινουμένων σχεδίων γεμάτη καλειδοσκοπικές εικόνες και ιστορίες που δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Δυο παιδιά σε ένα άδειο σινεμά γεννούν ιστορίες και τις παίζουν μπροστά στα μάτια μας, παραμύθια γεμάτα παιδική αθωότητα και, σκίτσα που θυμίζουν θέατρο σκιών φτιαγμένο από έναν αληθινό καλλιτέχνη. Όπως κάθε ταινία του Οσελό, κι αυτή μπορεί να απευθύνεται θεωρητικά σε παιδιά, όμως η αληθινή του θέση είναι εδώ, ανάμεσα στα φιλμ των μεγαλύτερων δημιουργών του πλανήτη.
Το Life in a Day του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντερίστα Κέβιν ΜακΝτόναλντ, είναι η πρώτη ταινία φτιαγμένη από το... youtube. Μια μέρα του περασμένου Ιούλη, χιλιάδες άνθρωποι από ολόκληρο τον κόσμο τράβηξαν και έστειλαν στους παραγωγούς υλικό από την ζωή τους. Από τις 4500 χιλιάδες ώρες εικόνων που συγκεντρώθηκαν, ο ΜακΝτόναλντ και (κυρίως ο μοντέρ του) συνέθεσαν ένα φιλμ που απεικονίζει την ζωή στον πλανήτη γη, μια συγκεκριμένη στιγμή. Εντυπωσιακό σαν time capsule και κολοσσιαίο σαν κατόρθωμα, το φιλμ περιέχει σπουδαίες στιγμές, αλλά και άλλες που μοιάζουν μάλλον ήσσονος σημασίας. Άνισο αλλά πάντα ενδιαφέρον, το Life in a Day αποδεικνύει ότι ακόμη και κάτι τόσο άναρχο και ως επί το πλείστον γεμάτο εφήμερες και αδιάφορες εικόνες, όπως το youtube, μπορεί να χρησιμεύσει για να δημιουργηθεί κάτι ουσιώδες και σχεδόν σημαντικό.
Εκτός φεστιβάλ προβλήθηκε η καινούρια ταινία του του κατά πολλούς (δηλαδή όσους έχουν δει ποτέ έστω κι ένα φιλμ του), χειρότερου σκηνοθέτη του κόσμου Ούβε Μπολ, Auschwitz. Ο δημιουργός εκτρωμάτων όπως το BloodRayne ή το Return of The King, εν τούτοις δήλωσε ότι σκοπεύει να μηνύσει το φεστιβάλ Βερολίνου για άνιση μεταχείριση καθώς του ζητήθηκε να πληρώσει 125 ευρώ προκειμένου να θέσει την ταινία του προς έγκριση στους προγραμματιστές του φεστιβάλ. Ο Μπολ αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι καμιά από τις ταινίες του διαγωνιστικού δεν χρειάστηκε να πληρώσει. Tο φεστιβάλ απαντά ότι οι ταινίες που προσκαλούνται απ ευθείας για κάποιο από τα τμήματά του όντως δεν χρειάζεται να πληρώσουν, αλλά ότι οποιοσδήποτε μπορεί να καταθέσει μια ταινία, αρκεί να πληρώσει τα 125 ευρώ. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αυτό το ποσό, μοιάζει πολύ μικρό για να υποχρεώσεις κάποιον να δει ένα φιλμ του Ούβε Μπολ. Πόσο μάλλον ένα φιλμ του Ουβε Μπολ για το ολοκαύτωμα...
Submarine ονομάζει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Βρετανός ηθοποιός Ντέιβιντ Αογιάντε, ένα εφευρετικό, τρυφερό και λιγάκι θλιμμένο coming of age φιλμ που είναι όλα όσα θα ήθελε αλλά δεν κατάφερε να πετύχει το Scott Pilgrim vs the World. Ο κόσμος του σχολείου, ο πρώτος έρωτας, η οικογενειακή ζωή και το σύμπαν που χτίζει στο μυαλό και την καρδιά του ένα νεαρό αγόρι, σκιαγραφούνται με χιούμορ, αλλά όχι ελαφρότητα και τόση εξυπνάδα που να μην διασχίζει τα όρια του εξυπνακίστικου σε ένα ντεμπούτο που έχει ήδη κερδίσει το μερίδιο επαίνων που του αναλογεί στην πατρίδα του και που ξεκινά από εδώ την κατάκτηση του υπόλοιπου πλανήτη.
Στο Βερολίνο και φέτος ο Τζέιμς Φράνκο παρ ότι τα καθήκοντά του ως παρουσιαστής της επικείμενης απονομής των όσκαρ δεν του επιτρέπουν πολλά ταξίδια αναψυχής. Όχι ο νεαρός σταρ δεν ήρθε εδώ με κάποια ταινία, αλλά για να εγκαινιάσει την πρώτη ατομική έκθεση του με φωτογραφίες, video art και installations που έχει τον τίτλο The Dangerous Book Four Boys. Ο Τζέιμς αρέσκεται να ποζάρει ως αληθινός αναγεννησιακός άνθρωπος και τα ενδιαφέροντά του αγγίζουν κάθε μορφή τέχνης από την ποίηση ως τις... 127 Ώρες. Εν τούτοις η καρδιά του βρίσκεται στην “σοβαρή τέχνη” όπως μπορεί να διαπιστώσει όποιος επισκεφθεί την έκθεση που διαρκεί ως τις 23 Απριλίου. Ανάμεσα στα εκθέματα, ένα χαριτωμένο βίντεο στο οποίο μιλά στην κάμερα για την τέχνη του να κάνεις ταινίες, φορώντας στη μύτη του ένα πλαστικό πέος. Ιδιοφυές!
Day 4
O Ρέιφ Φάινς είχε υποδυθεί τον Κοριολανό στην σκηνή το 2000 αλλά όπως λέει, ένοιωθε ότι οι λογαριασμοί τους δεν είχαν κλείσει κι ότι στο θεατρικό του Σέξπιρ κρυβόταν μια βαθιά κινηματογραφική ιστορία με θεματικές που βρίσκουν απήχηση στο σήμερα. Έτσι μετέφερε την Ρώμη στο παρόν, τον πόλεμο στα Βαλκάνια, πρόσθεσε πολλές τηλεοπτικές οθόνες και προσέλαβε τον Μπάρι Άκρόιντ του Hurt Locker για να φωτογραφίσει τις σφαίρες και το αίμα με τρόπο που πονά. Πρόσθεσε στο μείγμα ηθοποιούς σαν την Βανέσα Ρεντγκρέιβ, τον Μπράιαν Κοξ, αλλά και τον Τζέραρντ Μπάτλερ που νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή είναι ικανός να φωνάξει “This is Corioles”! Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι το σκηνοθετικό του ντεμπούτο είναι πλούσιο σε ιδέες και προσπάθεια, αλλά από την άλλη έχει κάμποσο αχρείαστο “θόρυβο” και σκηνές overacting που θα ταίριαζαν καλύτερα στην σκηνή. Δεν είναι η καλύτερη μεταφορά σεξπιρικού έργου στο πανί, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι και η χειρότερη, κι αυτό από μόνο του είναι ένα μικρό κατόρθωμα...
Δεν ήταν μόνο ο Βέντερς που ενέδωσε στο 3D σινεμά. Το ίδιο έκανε και ο Βέρνερ Χέρτζογκ με το Cave of Forgotten Dreams, μια κατάδυση στα σπήλαια του Σοβέ και τις προϊστορικές τοιχογραφίες που τα κοσμούν, “μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος” όπως λέει ο ίδιος ο Χέρτζογκ. Εν τούτοις η ταινία του που μας εισάγει σε έναν κόσμο που ελάχιστοι έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν δεν συγκίνησε εξίσου όλους τους θεατές. Σε κάποια στιγμή του φιλμ ο Χέρτζογκ λέει “ας κάνουμε ησηχία, ας ακούσουμε τη σιωπή, κι ίσως ακούσουμε τον ήχο της καρδιάς μας”. Κανείς δεν μιλά, η αίθουσα της δημοσιογραφικής προβολής βυθίζεται στη σιωπή για να ακουστεί μόνο 'ενα δυνατό ροχαλητό, από κάποιον που κοιμόταν...
Μετά την εντυπωσιακή παρουσία της Ρωσίας στο περσινό Βερολίνο με το Πως Τελείωσε Αυτό το Καλοκαίρι, οι προσδοκίες ήταν μεγάλες για το Innocent Saturday του Αλεξάντερ Μιντάτζε, που προβλήθηκε χθες στο διαγωνιστικό. Με φόντο την έκρηξη του αντιδραστήρα του πυρηνικού εργοστασίου στο Τσερνομπίλ στις 26 Απριλίου του 1986, αφηγείται την προσπάθεια ενός νεαρού μέλους του κόμματος να φύγει από την πόλη προκειμένου να αποφύγει την ραδιενεργή μόλυνση. Θέλοντας να πάρει μαζί του μια κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος όμως, θα "παγιδευτεί" στο γλέντι ενός γάμου όπου παίζει το παλιό του συγκρότημα και σε αντιζηλίες και σχέσεις από το παρελθόν, πριν αρνηθεί τον ανατρεπτικό τρόπο ζωής του για να αν ελιχθεί στο Κόμμα. Η ιδέα είναι το δίχως άλλο ενδιαφέρουσα, και η σκηνοθεσία πετυχημένα (αν και ίσως υπερβολικά) "αγχωμένη", όμως η ιστορία αναλώνεται σε περισσότερα μεθυσμένα στιγμιότυπα και σκηνές γαμήλιου ρώσικου ροκ εν ρολ απ όσες μπορούσε να αντέξει το φιλμ πριν γίνει αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Η σκιά της τραγωδίας ελλοχεύει βαριά στο βάθος, αλλά ο Μιντάτζε αποτυγχάνει να εξηγήσει τους λόγους και τις αιτίες που κάνουν τους ήρωες να την αγνοούν, αντί να τρέχουν πανικόβλητοι να ξεφύγουν...
Φανταστείτε έναν τουριστικό οδηγό της Αρμενίας για λάτρεις του πειραματικού σινεμά των 60's και πιθανότατα θα πάρετε μια καλή ιδέα για το ύφος της ταινίας του πρωτοεμφανιζόμενου Μπρέιντεν Κινγκ που μετά το Sundance προβλήθηκε στο Πανόραμα του Βερολίνου. Ο Μπεν Φόστερ, εξαιρετικός, αλλά με ρόλο εντελώς σχηματικό, ταξιδεύει στις πιο απομακρυσμένες περιοχές την χώρας, επιβεβαιώνοντας στοιχεία δορυφόρων για μια χαρτογραφική εταιρία. Στην πορεία θα συναντήσει μια φωτογράφο που επιστρέφει στην πατρίδα της μετά από μια έκθεση στο Παρίσι και που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της ανάμεσα στη νοσταλγία, τις ενοχές, την οικογένεια και τον όμορφο ξένο. Γεμάτη αχανή λιβάδια, εντυπωσιακά βουνά, χαμένα στο χάρτη χωριά, γαλάζιες λίμνες, αλλά και εικόνες σοβιετικού "εκσυχρονισμού" και δυτικότροπης "προόδου", η ταινία διακόπτεται από διαλείμματα εικόνων πειραματικού ύφους και αφηγήσεων σε voice over για χαρτογράφους κι εξερευνητές που υποτίθεται δίνουν νόημα σε αυτή την ισχνή, ιστορία για τα σύνορα και την ταυτότητα. Η αλήθεια είναι δίχως μεγάλη επιτυχία.
H μικρού μήκους ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ Night fishing, που γυρίστηκε με iphones, συμμετέχει στο ανάλογο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Το τριάντα λεπτών ασπρόμαυρο θρίλερ θυμίζει σύμφωνα με τον δημιουργό του μια παλιά αποκατεστημένη ταινία, καθώς αντί να προσπαθήσει να βελτιώσει ψηφιακά την εικόνα της κάμερας του τηλεφώνου, ο Παρκ Τσαν Γουκ προτίμησε να εντείνει τις ατέλειές της. Γύρισε με λιγοστό φωτισμό και προσάρμοσε έναν φακό DSLR στο τηλέφωνο για να δώσει στην εικόνα κινηματογραφική υφή. "Ήταν μια επιλογή που είχε να κάνει με το μπάτζετ" λέει ο ίδιος αλλά που δικαιολογείται απολύτως αισθητικά κι από το σενάριο του φιλμ". Η ταινία γυρίστηκε για λογαριασμό μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας που πληρωσε τα (όχι και λίγα) 150 χιλιάδες δολάρια που στοίχισε το φιλμ, αλλά μοιάζει να έχει ήδη αποσβέσει το κόστος της. Όχι μόνο από το γεγονός ότι το φιλμ κάνει ήδη τον γύρο των φεστιβάλ του κόσμου, αλλά κι από τα 30 χιλιάδες εισιτήρια που έκοψε ήδη στα multiplex της Κορέας...
Aνάμεσα στους όμορφους και διάσημους που παραβρέθηκαν στην προχθεσινή επίσημη πρεμιέρα του Pina του Βιμ Βέντερς ήταν και η Άνγκελα Μέρκελ που πιθανότατα δεν είχε σκεφτεί ότι τα χοντρά τρισδιάστατα γυαλιά, μάλλον δεν κολακεύουν το πρόσωπό της. Εν τούτοις, όχι απλά τα φόρεσε για χάρη της ταινίας, αλλά δεν δίστασε και να φωτογραφηθεί όλο χαρά δίπλα στον Βιβ Βέντερς, χαρίζοντας μας μια αληθινά επώδυνη ανάμνηση που θα μας στοιχειώνει σε όλο το υπόλοιπο φεστιβάλ...
Day 5
Μετά από αρκετές μέρες αρνήσεων, η πλέον αγωνιώδης ερώτηση στα χείλη των φεστιβαλιστών, έχει πλέον θετική απάντηση. Το The Turin Horse του Μπέλα Ταρ, δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστουργηματικό, ένα απαισιόδοξο κινηματογραφικό αίνιγμα, που δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από το να το θαυμάσεις. Και να στεναχωρηθείς. Ένα μελαγχολικό, αδυσώπητο έπος για το τέλος των πάντων, ξεκινά με την αφήγηση μιας μικρής ιστορίας: Το 1889, ο Νίτσε λίγο πριν χάσει την επαφή του με την λογική, είδε έναν οδηγό κάρου να χτυπά με το μαστίγιό του το άλογο του. Συγκλονισμένος, έτρεξε και αγκάλιασε το ζώο το άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η ιστορία μιλά για την τύχη του Νίτσε, αλλά όπως λέει ο αφηγητής “για το άλογο δεν ξέρουμε τίποτα”. Στην ταινία του Ταρ, υπάρχει όντως ένα άλογο, ένας οδηγός κάρου και η κόρη του, που ζουν απομονωμένοι σε ένα πέτρινο σπίτι στη μέση του πουθενά. Στο πρώτο πλάνο του φιλμ (που όπως συμβαίνει στις ταινίες του Ταρ, κρατά αρκετά λεπτά), ο άνεμος φυσά μανιασμένα, το άλογο τραβά το κάρο και η ηχητική μπάντα είναι γεμάτη από τσέλο που χτίζουν έναν τοίχο από ήχους που δεν προμηνύουν τίποτα ευχάριστο. Η συνέχεια θα καταγράψει έξι μέρες από την ζωή τους, μονότονες και επαναλαμβανόμενες, εκτός από κάποιες μικρές αλλαγές που κάθε τόσο κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δυσάρεστα. Η επίσκεψη ενός γείτονα που μιλά σχεδόν μεθυσμένος για το τέλος, το κάθε άλλο παρά αισιόδοξο θρησκευτικό βιβλίο που αφήνουν στην κόρη κάποιοι τσιγγάνοι που περνούν, το άλογο που αρνείται να φάει, το σκοτάδι που πέφτει. “Τι είναι αυτό;” ρωτά κάποια στιγμή η κόρη και η απορία πιθανότατα θα ρίζωνε και στα κεφάλια των θεατών, αν το φιλμ δεν γέμιζε τα 149 λεπτά της ταινίας με τόσες συγκλονιστικές εικόνες, τόση στιβαρή μελαγχολία, τόσα σαφή κλειδιά για την λύση του μυστηρίου. Το Turin Horse είναι μια συναρπαστική παραβολή για το τέλος, γεμάτη ποιητικό τρόμο και μαζί, είναι (ελπίζουμε όχι στην πραγματικότητα), η τελευταία ταινία που θα γυρίσει ποτέ ο Μπέλα Ταρ.
Νωρίτερα χθες το πρωί, το Nader and Simin, A Separation, άφησε επίσης εξαιρετικές εντυπώσεις, επιβεβαιώνοντας ότι ο σκηνοθέτης του Τι Απέγινε η Έλι, Ασγκάρ Φαραντί, είναι ίσως ο σημαντικότερος Ιρανός σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή. Ο τίτλος της ταινίας του περιγράφει με σαφήνεια το θέμα της, αλλά δεν μπορεί να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις με τις οποίες χτίζεται το δράμα, ούτε τις διαδρομές που ακολουθεί η αφήγηση και τα ηθικά ζητήματα που αγγίζει στην πορεία. Ο επικείμενος χωρισμός ενός ζευγαριού και η αποχώρηση της γυναίκας από το σπίτι, είναι η αφορμή μια σειρά από γεγονότα που μοιάζουν αρχικά ασήμαντα και καθημερινά αλλά που κάτω από την εξαιρετική ενορχήστρωση του Φαραντί χτίζουν κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ακόμη κι ως θρίλερ. Δικαστικό δράμα, οικογενειακή ιστορία, ηθικό μυστήριο, το φιλμ μιλά για την υπευθυνότητα και την ανάληψη της ευθύνης, για την σημασία και το νόημα του “να λες την αλήθεια”, για την κατάσταση του σύγχρονου Ιράν, την περηφάνια και την τιμή. Με ένα σενάριο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο από την αρχή ως το τέλος κι ερμηνείες που αξίζουν βραβεία, το Nader and Simin γεμίζει το μυαλό σου με δεκάδες ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχει καμιά εύκολη λύση και σε αφήνει δίχως κανέναν διδακτισμό ή ευκολία να αναλογιστείς πόσο εύκολα η ζωή μπορεί να σε στριμώξει σε μια γωνία και τι άραγε θα έκανες εσύ αν βρισκόσουν στην θέση των ηρώων.
Χτες ήταν και η επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη Man at Sea, ένα δράμα για την σύγκρουση της “ευημερούσας” δύσης και της “απειλητικής” ανατολής εν πλω, σε ένα δεξαμενόπλοιο. Ο Έλληνας κυβερνήτης του Sea Voyager περιμαζεύει μια ομάδα νεαρών λαθρομεταναστών και προσπαθεί να τους αποβιβάσει με ασφάλεια και σύμφωνα με τους κανονισμούς σε κάποια στεριά. Η καλή του πράξη όμως αποδεικνύεται υπερβολικά δύσκολο να ολοκληρωθεί, και η παρουσία των παιδιών στο πλοίο που επιμηκύνεται επικίνδυνα, λειτουργεί σαν ωρολογιακή βόμβα, τόσο στις σχέσεις του πληρώματος, όσο και του ίδιου με την γυναίκα του, που βρίσκεται για πρώτη φορά εν πλω μετά από τέσσερα χρόνια και ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε την σχέση τους. Μετά το τέλος της προβολής, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης παρουσίασε τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες του εν μέσω ενός δυνατού, χορταστικού, χειροκροτήματος. Δικαίως. Το φιλμ δομημένο σαν έναν βραδυφλεγές θρίλερ, μιλά για μια σειρά από ευαίσθητα ζητήματα δίχως να καταφεύγει σε καμιά εύκολη λύση, χωρίς να ψάχνει θύματα και θύτες, κοιτάζοντας θέματα όπως το μεταναστευτικό με ματιά ψύχραιμη και νηφάλια. Με μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Αντώνη Καρυστινό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και με απροσδόκητα ικανούς ερασιτέχνες ηθοποιούς, με την σταθερότητα και την πάντα κοφτερή ματιά του Γιάνναρη στο τιμόνι, το Man at Sea βρίσκει με ευκολία το δρόμο του σε νερά, που είναι μάλλον θολά και επικίνδυνα.
Day 6
Οι εξωτερικές θερμοκρασίες παραμένουν επώδυνα χαμηλές, αλλά το κλίμα έχει ζεσταθεί για τα καλά στην Βerlinale. Η ταινία του Μπέλα Ταρ The Turin Horse, εξακολουθεί να βρίσκεται στα χείλη όλων, αν και στα “αστεράκια” του Screen International όπου κριτικοί απ όλο τον κόσμο βαθμολογούν τις ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος, τον μεγαλύτερο μέσο όρο έχει το Nader and Simin, a Separation. Ευτυχώς οι καλές ταινίες δεν εξαντλήθηκαν ακόμη μια που το Our Grand Despair του Σειφί Τεομάν, φρέσκο και αξιαγάπητο, ήρθε να μας μάθει πως λέμε bromance στα Τούρκικα...
Περισσότερο γνωστή από τα video art της και τις εικαστικές της ενασχολήσεις, η Μιράντα Τζουλάι, έχει εν τούτοις, μια σπουδαία ταινία στο ενεργητικό της. Το Εγώ Εσύ κι Όλοι οι Γνωστοί, ήταν μια άβολα ρομαντική κομεντί για χαρακτήρες γεμάτους παραξενιές κι ελαττώματα, έχτισε πριν λίγα χρόνια την φήμη της και την μεταμόρφωσε σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια θηλυκή βερσιόν του Γουντι Άλλεν για τους θαμώνες των γκαλερί που αγαπούν την ειρωνεία, τις ταινίες του Τζον Χιουζ και τον Γκονταρ. Δύσκολος συνδυασμός για να πετύχει, και στην καινούρια της ταινία The Future, δυστυχώς δεν λειτουργεί όσο καλά θα έπρεπε. Το χιούμορ, ο άβολος ρομαντισμός, η ιδιότροπη αφήγηση και οι τόσο δυσλειτουργικοί χαρακτήρες που θα άξιζε να επενδύσουν στην ψυχανάλυση, είναι εκεί, αλλά κάτι πιο ουσιώδες λείπει. Η ιστορία ενός ζευγαριού που μετά από τρία χρόνια σχέσης είναι (αν)έτοιμο να προχωρήσει μπροστά, εξιστορείται με ευρηματικούς τρόπους, -ακόμη και με τη φωνή μιας άρρωστης γάτας που πρόκειται να υιοθετήσουν-, αλλά μοιάζει, υπερβολικά "κατασκευασμένη" και πολύ λίγο αυθόρμητη και ειλικρινής. Ακόμη κι έτσι η Τζουλάι κατορθώνει να χτίσει εικόνες που είναι μαζί γοητευτικές και αλλόκοτες, να δώσει αβάντες σε έναν χαριτωμένο σουρεαλισμό, να κάνει μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για τις σχέσεις και τα μοντέρνα ζευγάρια και συχνά να βρει τον συναισθηματικό στόχο της κατευθείαν στο κέντρο. Για μια ακόμη φορά πιθανότατα θα μιλήσει στην καρδιά όσων νιώθουν ότι αυτός κόσμος δεν φτιάχτηκε για εκείνους και σε όσες αγοράζουν τα ρούχα τους μόνο από vintage μαγαζιά. Μόνο που δυστυχώς οι πιο πολλές το κάνουν γιατί είναι το hip thing to do και η ταινία το ξέρει. Και προσπαθεί σκληρά να γίνει το κινηματογραφικό αντίστοιχο μιας παλιάς, λιγάκι εκτός μόδας και κάπως παράξενης φούστας που ένα μοντέρνο κορίτσι φορά για να διαφέρει...
Η ιστορία του Our Grand Despair του Σειφί Τεομαν θα μπορούσε να αποτελεί την κεντρικού ιδέα ενός sitcom, αλλά στα χέρια του Τούρκου σκηνοθέτη μεταμορφώνεται σε κάτι αναμφίβολα πιο ενδιαφέρον και πλούσιο σε αποχρώσεις. Η ιστορία πάει κάπως έτσι: όταν οι γονείς μιας κοπέλας πεθαίνουν σε αυτοκινητιστικό λίγο πριν εκείνη αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, ο αδελφός της που ζει στην Γερμανία ζητά από τους δυο καλύτερους του φίλους που ζουν μαζί, να την πάρουν υπό την προστασία τους. Οι δυο σαραντάρηδες άντρες που μοιράζονται την ίδια στέγη και μια σχέση που δεν νιώθει την ανάγκη να ορίσει τις γραμμές που χωρίσουν την φιλία από το πλατωνικό ρομάντζο, θα δεχτούν και σύντομα θα "ερωτευτούν" και οι δυο το νεαρό κορίτσι, κυρίως, επειδή από το σχολείο ήδη, ονειρεύονταν να τους συμβεί ακριβώς αυτό. Ακούγεται “μπερδεμένο” και ίσως είναι, αλλά είναι επίσης τόσο αφοπλιστικά αθώο που δεν μπορείς παρά να του παραδοθείς. Με ένα χιούμορ πάντα λεπτό και με τρυφερή ματιά στην ιδιαίτερη σχέση των δυο ανδρών αλλά και της καινούριας δυναμικής που αποκτά με την έλευση του τρίτου προσώπου, το φιλμ του Τεομάν δεν στοχεύει σε ηχηρά γέλια, αλλά σε πλατιά χαμόγελα που κρύβουν την σκιά μιας μικρής θλίψης. Χαμηλότονο, σκεπτόμενο, γλυκό, αστείο, αγαπησιάρικο ήταν αναμφίβολα μια από τις πιο απολαυστικές ταινίες αυτού του φεστιβάλ.
O Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως για τις Δευτέρες με Λιακάδα, μια ιστορία για την ζωή δυο ανέργων στην Ισπανία. Από εκείνη την ταινία κρατά την καθαρή ματιά του στην κοινωνική κατάσταση της χώρας του αλλά και της σύγχρονης Ευρώπης καθώς και το μελαγχολικό χιούμορ που διατρέχει την τελευταία του ταινία Amador. Ηρωίδα του η Μαρσέλα μια γυναίκα από την Λατινική Αμερική που προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με τον σύντροφό της στην Ισπανία. Στο ξεκίνημα της ταινίας ετοιμάζεται να τον εγκαταλείψει, αλλά επιστρέφει πριν καλά καλά φύγει, όταν μαθαίνει ότι περιμένει παιδί. Τα πράγματα θα πάρουν θετική τροπή όταν βρει δουλεία φροντίζοντας τον Αμαντόρ, έναν ηλικιωμένο άντρα που αν κι ετοιμοθάνατος μοιάζει να έχει πολύ ζωή μέσα του. Όταν πεθάνει πριν ακόμα η Μαρσέλα συμπληρώσει έναν μήνα δουλείας, εκείνη θα προσπαθήσει να το κρατήσει Κρυφό για να μην χάσει τον μισθό της, όμως τα πτώματα έχουν την άσχημη συνήθεια να μυρίζουν (ειδικά στο ισπανικό καλοκαίρι) και η αλήθεια, να έρχεται αργά η γρήγορα στην επιφάνεια. Μην σας τρομάζει το μακάβριο θέμα, το Amador, είναι στην πραγματικότητα κομεντί, μια ταινία που κατορθώνει να κοιτάζει την ζωή με τρόπο θετικό και να βρίσκει χιούμορ σε σοβαρές καταστάσεις δίχως να τις ευτελίζει. Βγήκαμε από την αίθουσα με χαμόγελο.
Φιλοδοξώντας να απεικονίσει τους Εβραίους με ένα διαφορετικό φως εκτός από αυτό του αναξιοπαθούντων θυμάτων, ή των ανήμπορων μάρτυρα και να τους δώσει επιτέλους τον ρόλο του ήρωα, ο Αυστριακός Βολφγκανγκ Μουρνμπέργκερ (της φήμης του The Boneman), αποφάσισε να μεταφέρει στην οθόνη ένα σενάριο που χρησιμοποιεί την εποχή του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου ως σκηνικό για μια κωμική περιπέτεια που μπλέκει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με ένα άγνωστο σκίτσο του Λεονάρντο ντα Βίντσι, και θέλει την μοίρα του Άξονα να κρίνεται από το αν το εν λόγω έργο θα φτάσει στα χέρια των ναζί ή θα παραμείνει κρυμμένο από τον Εβραίο γκαλερίστα στον οποίο ανήκει. Ανατροπές, μπερδεμένες ταυτότητες, διακριτικά αστεία σε μια ταινία που δεν φοβάται να κάνει χιούμορ με επώδυνα ζητήματα και να αγγίξει έστω κι ελαφρά γερμανικά ταμπού. Στοχεύοντας ξεκάθαρα σε ένα ευρύ κοινό, αυτή η mainstream with a twist ταινία μπορεί να βρήκε την θέση του στο φεστιβάλ λόγω γλώσσας, θέματος κι αναγνωρίσιμων σταρ, αλλά ακόμη κι έτσι δεν παύει να είναι διασκεδαστική και χαριτωμένη.
O όρος Βrownian motion περιγράφει την τυχαία πορεία μικροσκοπικών σωματιδίων που βρίσκονται μέσα σε κάποιο υγρό. Με μια εξίσου τυχαία και δίχως στόχο πορεία, η ηρωίδα της ταινίας της Νανουκ Λέοπολντ Brownian Movement αποφασίζει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου θα συναντά άντρες για σεξ. Φαινομενικά ευτυχισμένη, παντρεμένη, με ένα παιδί και μια καλή δουλεία, δεν ζητά μια εξωσυζυγική περιπέτεια καθώς οι άντρες που επιλέγει για να κάνει σεξ είναι μάλλον μη επιθυμητοί. Υπερβολικά τριχωτοί, χοντροί, ηλικιωμένοι, άσχημοι. Ποιος είναι ο λόγος που την έλκουν και τι ακριβώς θα συμβεί όταν ο σύζυγός της ανακαλύψει τις δραστηριότητές της; Η Νανόυκ Λέοπολντ δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, ούτε ενδιαφέρεται να χτίσει ένα συνηθισμένο οικογενειακό δράμα. Εκ πρώτης όψεως ο τρόπος που κοιτάζει την ιστορία και την ηρωίδα της μπορεί να μοιάζει ακαδημαϊκός ή ακόμη και βαρετός όμως είναι αυτή ακριβώς η άρνησή της να παραδοθεί σε δοκιμασμένες συνταγές που κάνει το φιλμ της κάτι παραπάνω από μια ιστορία ηθικών συμπερασμάτων, ή εύκολης αποκρυπτογράφησης,.
Day 7
Καθώς το φεστιβάλ προχωρά προς την λήξη του, οι τελευταίες μέρες δεν επιφύλασσαν το σπριντ που θα μπορούσε να δώσει σε μια χλιαρή χρονιά ένα εντυπωσιακό φώτο φίνις. Το διαγωνιστικό μετά τις αναλαμπές του Turin Horse και του Nader and Simin, a Seperation, ξεφούσκωσε με θόρυβο, αφήνοντάς μας να περιμένουμε μάταια μια ταινία που θα κάνει το πρωινό μας ξύπνημα για την προβολή των εννιά να μην μοιάζει με άδικο κόπο.
Τουλάχιστον το Mysterious World του Βραζιλιάνου Ροντρίγκο Μορένο προβλήθηκε το μεσημέρι, αλλιώς έμοιαζε βέβαιο ότι η νυσταγμένη αίθουσα θα παραδινόταν αμαχητί στην αγκαλιά του Μορφέα. Διότι αυτή η απερίγραπτη ανοησία, έκανε τους πάντες να απορήσουν (για μια ακόμη φορά), σχετικά με τα κριτήρια με τα οποία το φεστιβάλ επιλέγει τα φιλμ του διαγωνιστικού και κέρδισε αντί για χειροκροτήματα, μερικά κουρασμένα σφυρίγματα και κάποια γέλια αποδοκιμασίας. Με ήρωα έναν νεαρό άντρα που κάνει τον Γούντι Άλλεν να μοιάζει το πιο σέξι πλάσμα στον κόσμο και μια ιστορία που σέρνει τα πόδια της ανάμεσα σε μια κωμωδία χωρισμού και έναν νυσταλέο σουρεαλισμό, δίχως να κατορθώνει να πάει πουθενά, το φιλμ μπορεί να ιδωθεί μόνο σαν άσκηση στην κινηματογραφική δύναμη της αδράνειας. Δηλαδή, με δυο λέξεις κάτι αφόρητα βαρετό και επώδυνα ανούσιο.
Περίπου με ανάλογες λέξεις μπορείς να περιγράψεις το φιλμ του Κορεάτη Λι Γιουν-Κι, Come Rain Come Shine. Άλλο ένα ζευγάρι χωρίζει, αλλά περνούν μια τελευταία μέρα μαζί στο σπίτι, πακετάροντας τα πράγματα της γυναίκας που φύγει, ενώ έξω βρέχει υποτίθεται καταρρακτωδώς. Απ ότι μαθαίνουμε η πλημμύρα γκρεμίζει μια γέφυρα, πράγμα που εμποδίζει την σύζυγο να φύγει, αλλά κάθε πλάνο έξω από το σπίτι δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από μια αναιμική ψιχάλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα. Υποτίθεται ότι ένα δράμα ξετυλίγεται εδώ, το τέλος μιας σχέσης και ένας τυφώνας από συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν, αλλά το μόνο που βλέπεις στην οθόνη, είναι δυο άνευρους, αδιάφορους ανθρώπους να χαζεύουν ανταλλάσσοντας μια δυο υποτίθεται βαθυστόχαστες σαχλαμάρες. Με τόση πλήξη, ευτυχώς που χώρισαν...
Το If Not Us Who, του πρώην ντοκιμαντερίστα Αντρές Βάιελ τουλάχιστον είχε λίγο ενδιαφέρον, μια πρωταγωνίστρια που έβρισκε εξαιρετικά δύσκολο να κρατήσει το εσώρουχό της στη θέση του, κάμποσες σκηνές σεξ και δεδομένου ότι διαδραματίζεται στα 60's μερικά τρίο και μπόλικες κουβέντες για την επανάσταση. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του συγγραφέα Μπέρνβαρντ Βέσπερ και της Γκούντρουν Ένσλιν μέλους αργότερα της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού και ερωμένης του Αντρέας Μπάαντερ, είναι τουλάχιστον πετυχημένα περιγραφικό. Ακόμη κι έτσι δεν βρίσκει ποτέ την ένταση και το πάθος που απαιτεί η Ιστορία, που πλέον μοιάζει να αποτελεί για το γερμανικό σινεμά κάτι αντίστοιχο του δικού μας εμφυλίου για τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του 80. Μια πληγή που πρέπει να ξύσουν ακόμη κι αν τις περισσότερες φορές οι ενασχόληση τους με το συγκεκριμένο θέμα, αφήνει του θεατές να... ξύνουν απορημένοι το κεφάλι τους.
Το Lipstikka του Καναδού Τζόναθαν Σαγκάλ διαδραματίζεται στο Λονδίνο του σήμερα κι έχει ως ηρωίδες δυο κοπέλες από την Παλαιστίνη που μοιράζονται ένα επώδυνο μυστικό από το παρελθόν και μια ερωτική σχέση. Η μία είναι πλέον παντρεμένη με ένα παιδί, έναν πετυχημένο σύζυγο με τον οποίο έχουν μια τυπική σχέση κι ένα ευρύχωρο ακριβό σπίτι. Η άλλη έρχεται ένα πρωί από το πουθενά με μια αίσθηση απειλής να την συνοδεύει. Στην πορεία της μέρας τα μυστικά τους θα αποκαλυφθούν και μέσω flash back θα ανακαλύψουμε τον δεσμό που τις ενώνει και την μνήμη ενός γεγονότος που καθόρισε τις ζωές τους. Με δυο συγκρατημένες ερμηνείες, μια έξυπνη ιδέα για τον τρόπο που ο καθένας μας διαχειρίζεται τις αναμνήσεις και τα τραύματά του και ένα συγκινητικό φινάλε, το φιλμ του Σαγκάλ ήταν τουλάχιστον συμπαθητικό στην μετριότητά του.
Η τελευταία ταινία του διαγωνιστικού ήταν το The Forgivness of Blood του Τζόσουα Μάρστον, δεύτερη του μετά το Maria Full of Grace. Μια ιστορία βεντέτας τοποθετημένη στην Αλβανία, ήταν με διαφορά η πιο φιλόδοξη απ όσες είδαμε από το φιλμ του Μπέλλα Ταρ και μετά. Μπορεί η δύναμη που υποσχόταν η ιστορία να μην έκανε την εμφάνισή της παρά μόνο στα τελευταία, ευχάριστα μη δραματικά λεπτά του φιλμ, όμως ακόμη κι έτσι δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις την μη τουριστική ματιά, την στιβαρή σκηνοθεσία και τις δυνατές ερμηνείες των ντόπιων μη επαγγελματιών ηθοποιών.
Αν όμως το διαγωνιστικό ήταν γεμάτο απογοητεύσεις τις τελευταίες μέρες, το Πανόραμα μας επιφύλασσε τουλάχιστον μια εντυπωσιακή έκπληξη. To Bullhead του Βέλγου Μάικλ Ρ। Ρόσκαμ, είναι ένα εκ πρώτης όψεως αστυνομικό θρίλερ με φόντο την βιομηχανία κρέατος στην Φλάνδρα και την μαφία των αυξητικών ορμονών. Με ήρωα έναν άντρα απειλητικό στο τεράστιο σώμα του, που μοιάζει φουσκωμένος από οργή, το φιλμ εξερευνά μια σειρά από θέματα που πάνε πολύ πιο πέρα από την αστυνομική ίντριγκα και ταξιδεύει μπρος πίσω στον χρόνο για να αποκαλύψει μια ιστορία συναρπαστική, σοκαριστική, συγκινητική, σκληρή, απόλυτα μαγνητική. Ο Ρόσκαμ δεν επιδεικνύει κανένα από τα ελαττώματα ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, αντίθετα χειρίζεται την δαιδαλώδη ιστορία και τους ήρωες με εντυπωσιακή άνεση και δομεί το φιλμ με τρόπο που κορυφώνει την ένταση και τον αντίκτυπό του. Την παράσταση εν τούτοις κλέβει ο πρωταγωνιστής του Ματίας Σόνερτς, όχι μόνο για την πιο εντυπωσιακή κινηματογραφική μεταμόρφωση από την εποχή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο Οργισμένο Είδωλο, αλλά κυρίως για την δύναμη της ερμηνείας του. Ο Σόνερτς, πήρε εικοσιοκτώ κιλά σε μύες στην διάρκεια δυο χρόνων για να παίξει τον ρόλο, αλλά δεν είναι τόσο η μυική του μάζα που κάνει την ερμηνεία του συγκλονιστική, όσο ο τρόπος που κάτω από τον όγκο του κατορθώνει να χωρέσει την ουσία του χαρακτήρα του και να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι τελικά είναι αυτό που “κάνει έναν άντρα...
Με "Αληθινό Θράσος" ξεκίνησε το 61° Φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου. Το ρημέικ του φιλμ του Χένρι Χαθαγουέι, που είχε χαρίσει στον Τζον Γουέιν το μοναδικό του Όσκαρ ερμηνείας, είναι όχι τυχαία η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εμπορική επιτυχία στην καριέρα των αδελφών Κοέν. Μαζί κλασσικό κι ανανεωτικό γουέστερν, δίνει την ευκαιρία στον Τζεφ dude Μπρίτζες, να χτίσει έναν ακόμη αξιομνημόνευτο χαρακτήρα και να κάνει ακόμη και τους αγγλόφωνους θεατές να εκτιμήσουν την αξία των υποτίτλων.
Στην τελετή έναρξης του φεστιβάλ, η πρόεδρος Ισαμπέλα Ροσελίνι, με γυαλί δασκάλας (αλλά και μιας ηλικίας καθότι τα χρόνια περνούν), διάβασε με όλο το σοβαρό ύφος που απαιτούσε η περίσταση, μια επιστολή του Ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος θα ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής αλλά βρίσκεται φυλακισμένος στην Τεχεράνη. Το ιαρανικό καθεστώς του έχει απαγορεύσει να κάνει σινεμά για τα επόμενα είκοσι χρόνια, αλλά όπως έγραψε ο ίδιος, “μπορεί να μου έχουν απαγορεύσει να σκέφτομαι και να γράφω, αλλά δεν μπορούν να με εμποδίσουν να ελπίζω ότι σε είκοσι χρόνια, ο φόβος και η ιερά εξέταση θα έχουν δώσει τη θέση τους στην ελευθερία των ανθρώπων και του λόγου...”
Η νεαρή πρωταγωνίστρια των Κοέν, Χάιλι Στάινφελντ, δεν είναι η μόνη ανήλικη ηθοποιός που δίνει μια αξιοθαύμαστα ολοκληρωμένη ερμηνεία το φεστιβάλ. Στο αργεντίνικο El Premio που είδαμε στο διαγωνιστικό, η επτάχρονη Πόλα Γκαλινέλι Χέρτζογκ είναι απλά συναρπαστική στον ρόλο ενός κοριτσιού που κρύβεται με την μητέρα της σε μια ξεχασμένη από τον θεό επαρχία για να ξεφύγουν από το δικτατορικό καθεστώς της χώρας. Λίγες ώρες αργότερα στο Tomboy της γαλλίδας Σελίν Σκιαμά, η εντεκάχρονη Ζόι Εράν, υποδύεται με περισσότερη ωριμότητα και φυσικότητα απ όση θα τολμούσες να φανταστείς, ένα κορίτσι που μοιάζει με αγόρι και που αφήνει τους καινούριους φίλους της να νομίζουν ότι είναι όντως.
Καθώς τα χρόνια περνούν, ο Κέβιν Σπέισι μοιάζει όλο και περισσότερο στο ινδαλμά του, Τζάκ Λέμον, κάτι που επιβεβαιώσαμε για μια ακόμη φορά βλέποντάς τον να περπατά στο κόκκινο χαλί, για την ταινία του Τζ. Σ. Τσάντορ Margin Call. Μια ιστορία για την οικονομική κρίση στην Αμερική μοιάζει ότι πρέπει για το διαγωνιστικό του Βερολίνου, (ειδικά όταν το καστ περιλαμβάνει σταρ σαν τον Κέβιν και τον Τζέρεμι Άιρονς), αλλά κανείς δεν μοιάζει να ενθουσιάστηκε, εκτός από τους θαυμαστές που περίμεναν στο κρύο να ουρλιάξουν...
Η πρώτη ταινία από την Αλβανία που συμμετείχε ποτέ στο φεστιβάλ, είναι συμπαραγωγή με την χώρα μας. Η Αμνηστία του μόνιμου κάτοικου Ελλάδας Μπουγιάρ Αλιμάνι, είναι ένα "σπαρτιάτικο" δράμα, για μια γυναίκα κι έναν άντρα που γνωρίζονται στην φυλακή, όπου επισκέπτονται τους συζύγους τους. Μια ερωτική σχέση γεννιέται, αλλά όταν η κυβέρνηση χαρίσει αμνηστία στους κρατουμένους, όλα ανατρέπονται. Η πρώτη δημοσιογραφική προβολή χτες, ήταν γεμάτη ασφυκτικά, όχι μόνο από περιέργεια για μια κινηματογραφία σχεδόν παντελώς άγνωστη, αλλά γιατί το φιλμ μοιάζει να έχει χτίσει ήδη μια φήμη ανάμεσα στους φεστιβαλιστές. Οι πρώτες εντυπώσεις: πετυχημένα ρεαλιστικό ύφος του φιλμ, εντυπωσιακή φωτογραφία και δυνατές ερμηνείες σε ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο που (παρά τις επί μέρους αντιρρήσεις) δικαιώνει τις υποσχέσεις που είχαν αφήσει οι μικρού μήκους του Αλιμάνι.
Τέλος επειδή αυτός ο πλανήτης προφανώς δεν έχει αρκετούς σκηνοθέτες, ο πρώην πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας (αλλά και της Τσεχίας) Βάκλαβ Χάβελ ετοιμάζεται να γίνει και κινηματογραφιστής. Το τρέιλερ της πρώτης ταινίας του που είναι βασισμένη στο θεατρικό του με τίτλο Leaving, προβάλλεται σε υποψήφιους αγοραστές και χρηματοδότες και σύμφωνα με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του είναι βασισμένο στον Βασιλιά Λιρ και τον Βυσινόκηπο και μιλά για “το τέλος. Το τέλος ενός άντρα. Το τέλος μιας κοινότητας. Το τέλος του έρωτα”. Το τέλος της λογικής ίσως;
Day 2
Οι δυο ντόπιες ταινίες που είδαμε μέχρι τώρα στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ, μας άφησαν με κάτι χειρότερο από ανάμεικτα συναισθήματα. Το Sleeping Sickness του Ούρλιχ Κέλερ, είναι ένα από εκείνα τα φιλμ που μοιάζουν να έχουν νόημα μόνο στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Η αδιάφορη ιστορία ενός γιατρού που δουλεύει σε μια ανθρωπιστική αποστολή στο Καμερούν, μιλά θεωρητικά για την εξάρτηση της μαύρης ηπείρου από τα χρήματα της Δύσης, την διαφθορά κι από τις δυο πλευρές και την αναζήτηση ταυτότητας, αλλά στην πραγματικότητα, αναμασά ευκολίες, προβλέψιμα συμπεράσματα και στο τέλος πυροβολεί τον εαυτό της στο πόδι με ένα τέλος ...ιποποτάμειας υπερβολής. Στην συνήθως παγωμένη αίθουσα του Berlinale Palast ακούστηκαν κραυγές αποδοκιμασίας στο τέλος του φιλμ, κι αυτό προφανώς λέει κάτι.
Η δεύτερη σύγκρουσή μας με το (τουρκο)γερμανικό σινεμά ήταν πολύ πιο επώδυνη. Στο Almanya: Welcome to Germany της Γιασεμίν Σαμντερελί, ένας συνταξιούχος Τούρκος μετανάστης αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην Ανατολία, και φιλοδοξεί να πάρει μαζί όλη την οικογένεια για διακοπές. Μια οικογένεια που δεν γνωρίζει τη γεωγραφία της "πατρίδας" και που τα μέλη της δεν είναι καν σίγουρα αν είναι Τούρκοι ή Γερμανοί. Το φιλμ φιλοδοξεί να θίξει σοβαρά ζητήματα (εθνική ταυτότητα, κανείς;) μέσα από το χιούμορ, αλλά το κλίμα θυμίζει φτηνή φαρσοκωμωδία και η φωτογραφία νοσταλγικές ελληνικές ταινίες σαν το Peppermint, η ακόμη χειρότερο τις τηλεοπτικές διαφημίσεις της κινητής τηλεφωνίας με τους κρητικούς -ή μήπως είναι Μανιάτες; Κάποιοι από τους Γερμανούς θεατές στην αίθουσα πάντως γέλασαν με την ψυχή τους (είναι αυτοί που επιβεβαιώνουν το κλισέ ότι το χιούμορ δεν είναι το μεγάλο ατού των τευτόνων), ενώ κάποιοι άλλοι αποχώρησαν μαζί με την πλειοψηφία των μη Γερμανών θεατών προσβεβλημένοι από την παρέλαση κλισέ, και ανοησίας που συνεχιζόταν στην οθόνη.
Αν το Precious του Λι Ντανιελς, έδωσε φωνή σε μια σιωπηρή -όχι και τόσο μειονότητα- και απεικόνισε με σκληρότητα και αλήθεια μια άβολη πλευρά της φτωχής μαύρης Αμερικής, το Yelling to the Sky της Βικτόρια Μαχόνι, κάνει κάτι παρόμοιο μόνο που το κάνει δεύτερο, και καταϊδρωμένο. Από την άλλη, αν το Precious δεν είχε προηγηθεί, πιθανότατα δεν θα βλέπαμε ποτέ αυτό το φιλμ, πόσο μάλλον στο διαγωνιστικό ενός φεστιβάλ σαν το Βερολίνο. Κι αυτό ίσως και να ήταν ένας καλός λόγος να μην είχε υπάρξει ποτέ το Precious. Οι ομοιότητες δεν σταματούν στην παρουσία της Γκαμπούρι Σιντεμπέ, που εδώ κρατά έναν δεύτερο ρόλο, αλλά διατρέχουν το φιλμ που αφηγείται μια παρόμοια ιστορία, οικογενειακής δυσλειτουργίας, κακομεταχείρισης αλλά και ελπίδας. Μπορεί να μην επιμένει τόσο στο hardcore δράμα, αλλά δυστυχώς δεν έχει ούτε την δύναμη, ούτε τη σκηνοθετική ματιά ούτε τις ερμηνείες που θα κρατήσουν το ενδιαφέρον.
Day 3
Η ποίηση των σωμάτων, ο μυστικισμός του χορού, η δύναμη και η πλαστικότητα του κορμιού, η ρευστότητα και η χάρη, η μαγική τέχνη της Πίνα Μπάους ήταν δίχως αμφιβολία το γεγονός της μέρας, χτες στην Berlinale. Μπορεί το Pina, να έφερε την υπογραφή του Βιμ Βέντερς, όμως το εντυπωσιακό αυτό τρισδιάστατο ντοκιμαντέρ, ανήκε δίχως αμφιβολία ολοκληρωτικά στην σπουδαία χορογράφο. Τα μέλη της ομάδας της, εκτελούν επί της οθόνης, στην σκηνή, αλλά και al fresco μερικές από τις πιο διάσημες χορογραφίες της και παράλληλα μιλούν με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια, για την ζωή μαζί της, την τέχνη της και τον τρόπο της δουλειάς της. Παραδόξως ακόμη κι αν τα παραπάνω μοιάζουν λίγα, το φιλμ κατορθώνει να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα -ίσως όχι για την ζωή και το έργο της, αλλά σίγουρα-, για την σημασία της δουλειάς της και τον τρόπο μέσω αυτής που άλλαξε το σύγχρονο χορό.
3D ήταν και η καινούρια ταινία του Μισελ Οσελό, Les Contes des La Nuit, μια ακόμη “χειροποίητη”, “κεντημένη” ταινία κινουμένων σχεδίων γεμάτη καλειδοσκοπικές εικόνες και ιστορίες που δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Δυο παιδιά σε ένα άδειο σινεμά γεννούν ιστορίες και τις παίζουν μπροστά στα μάτια μας, παραμύθια γεμάτα παιδική αθωότητα και, σκίτσα που θυμίζουν θέατρο σκιών φτιαγμένο από έναν αληθινό καλλιτέχνη. Όπως κάθε ταινία του Οσελό, κι αυτή μπορεί να απευθύνεται θεωρητικά σε παιδιά, όμως η αληθινή του θέση είναι εδώ, ανάμεσα στα φιλμ των μεγαλύτερων δημιουργών του πλανήτη.
Το Life in a Day του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντερίστα Κέβιν ΜακΝτόναλντ, είναι η πρώτη ταινία φτιαγμένη από το... youtube. Μια μέρα του περασμένου Ιούλη, χιλιάδες άνθρωποι από ολόκληρο τον κόσμο τράβηξαν και έστειλαν στους παραγωγούς υλικό από την ζωή τους. Από τις 4500 χιλιάδες ώρες εικόνων που συγκεντρώθηκαν, ο ΜακΝτόναλντ και (κυρίως ο μοντέρ του) συνέθεσαν ένα φιλμ που απεικονίζει την ζωή στον πλανήτη γη, μια συγκεκριμένη στιγμή. Εντυπωσιακό σαν time capsule και κολοσσιαίο σαν κατόρθωμα, το φιλμ περιέχει σπουδαίες στιγμές, αλλά και άλλες που μοιάζουν μάλλον ήσσονος σημασίας. Άνισο αλλά πάντα ενδιαφέρον, το Life in a Day αποδεικνύει ότι ακόμη και κάτι τόσο άναρχο και ως επί το πλείστον γεμάτο εφήμερες και αδιάφορες εικόνες, όπως το youtube, μπορεί να χρησιμεύσει για να δημιουργηθεί κάτι ουσιώδες και σχεδόν σημαντικό.
Εκτός φεστιβάλ προβλήθηκε η καινούρια ταινία του του κατά πολλούς (δηλαδή όσους έχουν δει ποτέ έστω κι ένα φιλμ του), χειρότερου σκηνοθέτη του κόσμου Ούβε Μπολ, Auschwitz. Ο δημιουργός εκτρωμάτων όπως το BloodRayne ή το Return of The King, εν τούτοις δήλωσε ότι σκοπεύει να μηνύσει το φεστιβάλ Βερολίνου για άνιση μεταχείριση καθώς του ζητήθηκε να πληρώσει 125 ευρώ προκειμένου να θέσει την ταινία του προς έγκριση στους προγραμματιστές του φεστιβάλ. Ο Μπολ αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι καμιά από τις ταινίες του διαγωνιστικού δεν χρειάστηκε να πληρώσει. Tο φεστιβάλ απαντά ότι οι ταινίες που προσκαλούνται απ ευθείας για κάποιο από τα τμήματά του όντως δεν χρειάζεται να πληρώσουν, αλλά ότι οποιοσδήποτε μπορεί να καταθέσει μια ταινία, αρκεί να πληρώσει τα 125 ευρώ. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αυτό το ποσό, μοιάζει πολύ μικρό για να υποχρεώσεις κάποιον να δει ένα φιλμ του Ούβε Μπολ. Πόσο μάλλον ένα φιλμ του Ουβε Μπολ για το ολοκαύτωμα...
Submarine ονομάζει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Βρετανός ηθοποιός Ντέιβιντ Αογιάντε, ένα εφευρετικό, τρυφερό και λιγάκι θλιμμένο coming of age φιλμ που είναι όλα όσα θα ήθελε αλλά δεν κατάφερε να πετύχει το Scott Pilgrim vs the World. Ο κόσμος του σχολείου, ο πρώτος έρωτας, η οικογενειακή ζωή και το σύμπαν που χτίζει στο μυαλό και την καρδιά του ένα νεαρό αγόρι, σκιαγραφούνται με χιούμορ, αλλά όχι ελαφρότητα και τόση εξυπνάδα που να μην διασχίζει τα όρια του εξυπνακίστικου σε ένα ντεμπούτο που έχει ήδη κερδίσει το μερίδιο επαίνων που του αναλογεί στην πατρίδα του και που ξεκινά από εδώ την κατάκτηση του υπόλοιπου πλανήτη.
Στο Βερολίνο και φέτος ο Τζέιμς Φράνκο παρ ότι τα καθήκοντά του ως παρουσιαστής της επικείμενης απονομής των όσκαρ δεν του επιτρέπουν πολλά ταξίδια αναψυχής. Όχι ο νεαρός σταρ δεν ήρθε εδώ με κάποια ταινία, αλλά για να εγκαινιάσει την πρώτη ατομική έκθεση του με φωτογραφίες, video art και installations που έχει τον τίτλο The Dangerous Book Four Boys. Ο Τζέιμς αρέσκεται να ποζάρει ως αληθινός αναγεννησιακός άνθρωπος και τα ενδιαφέροντά του αγγίζουν κάθε μορφή τέχνης από την ποίηση ως τις... 127 Ώρες. Εν τούτοις η καρδιά του βρίσκεται στην “σοβαρή τέχνη” όπως μπορεί να διαπιστώσει όποιος επισκεφθεί την έκθεση που διαρκεί ως τις 23 Απριλίου. Ανάμεσα στα εκθέματα, ένα χαριτωμένο βίντεο στο οποίο μιλά στην κάμερα για την τέχνη του να κάνεις ταινίες, φορώντας στη μύτη του ένα πλαστικό πέος. Ιδιοφυές!
Day 4
O Ρέιφ Φάινς είχε υποδυθεί τον Κοριολανό στην σκηνή το 2000 αλλά όπως λέει, ένοιωθε ότι οι λογαριασμοί τους δεν είχαν κλείσει κι ότι στο θεατρικό του Σέξπιρ κρυβόταν μια βαθιά κινηματογραφική ιστορία με θεματικές που βρίσκουν απήχηση στο σήμερα. Έτσι μετέφερε την Ρώμη στο παρόν, τον πόλεμο στα Βαλκάνια, πρόσθεσε πολλές τηλεοπτικές οθόνες και προσέλαβε τον Μπάρι Άκρόιντ του Hurt Locker για να φωτογραφίσει τις σφαίρες και το αίμα με τρόπο που πονά. Πρόσθεσε στο μείγμα ηθοποιούς σαν την Βανέσα Ρεντγκρέιβ, τον Μπράιαν Κοξ, αλλά και τον Τζέραρντ Μπάτλερ που νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή είναι ικανός να φωνάξει “This is Corioles”! Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι το σκηνοθετικό του ντεμπούτο είναι πλούσιο σε ιδέες και προσπάθεια, αλλά από την άλλη έχει κάμποσο αχρείαστο “θόρυβο” και σκηνές overacting που θα ταίριαζαν καλύτερα στην σκηνή. Δεν είναι η καλύτερη μεταφορά σεξπιρικού έργου στο πανί, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι και η χειρότερη, κι αυτό από μόνο του είναι ένα μικρό κατόρθωμα...
Δεν ήταν μόνο ο Βέντερς που ενέδωσε στο 3D σινεμά. Το ίδιο έκανε και ο Βέρνερ Χέρτζογκ με το Cave of Forgotten Dreams, μια κατάδυση στα σπήλαια του Σοβέ και τις προϊστορικές τοιχογραφίες που τα κοσμούν, “μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος” όπως λέει ο ίδιος ο Χέρτζογκ. Εν τούτοις η ταινία του που μας εισάγει σε έναν κόσμο που ελάχιστοι έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν δεν συγκίνησε εξίσου όλους τους θεατές. Σε κάποια στιγμή του φιλμ ο Χέρτζογκ λέει “ας κάνουμε ησηχία, ας ακούσουμε τη σιωπή, κι ίσως ακούσουμε τον ήχο της καρδιάς μας”. Κανείς δεν μιλά, η αίθουσα της δημοσιογραφικής προβολής βυθίζεται στη σιωπή για να ακουστεί μόνο 'ενα δυνατό ροχαλητό, από κάποιον που κοιμόταν...
Μετά την εντυπωσιακή παρουσία της Ρωσίας στο περσινό Βερολίνο με το Πως Τελείωσε Αυτό το Καλοκαίρι, οι προσδοκίες ήταν μεγάλες για το Innocent Saturday του Αλεξάντερ Μιντάτζε, που προβλήθηκε χθες στο διαγωνιστικό. Με φόντο την έκρηξη του αντιδραστήρα του πυρηνικού εργοστασίου στο Τσερνομπίλ στις 26 Απριλίου του 1986, αφηγείται την προσπάθεια ενός νεαρού μέλους του κόμματος να φύγει από την πόλη προκειμένου να αποφύγει την ραδιενεργή μόλυνση. Θέλοντας να πάρει μαζί του μια κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος όμως, θα "παγιδευτεί" στο γλέντι ενός γάμου όπου παίζει το παλιό του συγκρότημα και σε αντιζηλίες και σχέσεις από το παρελθόν, πριν αρνηθεί τον ανατρεπτικό τρόπο ζωής του για να αν ελιχθεί στο Κόμμα. Η ιδέα είναι το δίχως άλλο ενδιαφέρουσα, και η σκηνοθεσία πετυχημένα (αν και ίσως υπερβολικά) "αγχωμένη", όμως η ιστορία αναλώνεται σε περισσότερα μεθυσμένα στιγμιότυπα και σκηνές γαμήλιου ρώσικου ροκ εν ρολ απ όσες μπορούσε να αντέξει το φιλμ πριν γίνει αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Η σκιά της τραγωδίας ελλοχεύει βαριά στο βάθος, αλλά ο Μιντάτζε αποτυγχάνει να εξηγήσει τους λόγους και τις αιτίες που κάνουν τους ήρωες να την αγνοούν, αντί να τρέχουν πανικόβλητοι να ξεφύγουν...
Φανταστείτε έναν τουριστικό οδηγό της Αρμενίας για λάτρεις του πειραματικού σινεμά των 60's και πιθανότατα θα πάρετε μια καλή ιδέα για το ύφος της ταινίας του πρωτοεμφανιζόμενου Μπρέιντεν Κινγκ που μετά το Sundance προβλήθηκε στο Πανόραμα του Βερολίνου. Ο Μπεν Φόστερ, εξαιρετικός, αλλά με ρόλο εντελώς σχηματικό, ταξιδεύει στις πιο απομακρυσμένες περιοχές την χώρας, επιβεβαιώνοντας στοιχεία δορυφόρων για μια χαρτογραφική εταιρία. Στην πορεία θα συναντήσει μια φωτογράφο που επιστρέφει στην πατρίδα της μετά από μια έκθεση στο Παρίσι και που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της ανάμεσα στη νοσταλγία, τις ενοχές, την οικογένεια και τον όμορφο ξένο. Γεμάτη αχανή λιβάδια, εντυπωσιακά βουνά, χαμένα στο χάρτη χωριά, γαλάζιες λίμνες, αλλά και εικόνες σοβιετικού "εκσυχρονισμού" και δυτικότροπης "προόδου", η ταινία διακόπτεται από διαλείμματα εικόνων πειραματικού ύφους και αφηγήσεων σε voice over για χαρτογράφους κι εξερευνητές που υποτίθεται δίνουν νόημα σε αυτή την ισχνή, ιστορία για τα σύνορα και την ταυτότητα. Η αλήθεια είναι δίχως μεγάλη επιτυχία.
H μικρού μήκους ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ Night fishing, που γυρίστηκε με iphones, συμμετέχει στο ανάλογο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Το τριάντα λεπτών ασπρόμαυρο θρίλερ θυμίζει σύμφωνα με τον δημιουργό του μια παλιά αποκατεστημένη ταινία, καθώς αντί να προσπαθήσει να βελτιώσει ψηφιακά την εικόνα της κάμερας του τηλεφώνου, ο Παρκ Τσαν Γουκ προτίμησε να εντείνει τις ατέλειές της. Γύρισε με λιγοστό φωτισμό και προσάρμοσε έναν φακό DSLR στο τηλέφωνο για να δώσει στην εικόνα κινηματογραφική υφή. "Ήταν μια επιλογή που είχε να κάνει με το μπάτζετ" λέει ο ίδιος αλλά που δικαιολογείται απολύτως αισθητικά κι από το σενάριο του φιλμ". Η ταινία γυρίστηκε για λογαριασμό μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας που πληρωσε τα (όχι και λίγα) 150 χιλιάδες δολάρια που στοίχισε το φιλμ, αλλά μοιάζει να έχει ήδη αποσβέσει το κόστος της. Όχι μόνο από το γεγονός ότι το φιλμ κάνει ήδη τον γύρο των φεστιβάλ του κόσμου, αλλά κι από τα 30 χιλιάδες εισιτήρια που έκοψε ήδη στα multiplex της Κορέας...
Aνάμεσα στους όμορφους και διάσημους που παραβρέθηκαν στην προχθεσινή επίσημη πρεμιέρα του Pina του Βιμ Βέντερς ήταν και η Άνγκελα Μέρκελ που πιθανότατα δεν είχε σκεφτεί ότι τα χοντρά τρισδιάστατα γυαλιά, μάλλον δεν κολακεύουν το πρόσωπό της. Εν τούτοις, όχι απλά τα φόρεσε για χάρη της ταινίας, αλλά δεν δίστασε και να φωτογραφηθεί όλο χαρά δίπλα στον Βιβ Βέντερς, χαρίζοντας μας μια αληθινά επώδυνη ανάμνηση που θα μας στοιχειώνει σε όλο το υπόλοιπο φεστιβάλ...
Day 5
Μετά από αρκετές μέρες αρνήσεων, η πλέον αγωνιώδης ερώτηση στα χείλη των φεστιβαλιστών, έχει πλέον θετική απάντηση. Το The Turin Horse του Μπέλα Ταρ, δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστουργηματικό, ένα απαισιόδοξο κινηματογραφικό αίνιγμα, που δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από το να το θαυμάσεις. Και να στεναχωρηθείς. Ένα μελαγχολικό, αδυσώπητο έπος για το τέλος των πάντων, ξεκινά με την αφήγηση μιας μικρής ιστορίας: Το 1889, ο Νίτσε λίγο πριν χάσει την επαφή του με την λογική, είδε έναν οδηγό κάρου να χτυπά με το μαστίγιό του το άλογο του. Συγκλονισμένος, έτρεξε και αγκάλιασε το ζώο το άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η ιστορία μιλά για την τύχη του Νίτσε, αλλά όπως λέει ο αφηγητής “για το άλογο δεν ξέρουμε τίποτα”. Στην ταινία του Ταρ, υπάρχει όντως ένα άλογο, ένας οδηγός κάρου και η κόρη του, που ζουν απομονωμένοι σε ένα πέτρινο σπίτι στη μέση του πουθενά. Στο πρώτο πλάνο του φιλμ (που όπως συμβαίνει στις ταινίες του Ταρ, κρατά αρκετά λεπτά), ο άνεμος φυσά μανιασμένα, το άλογο τραβά το κάρο και η ηχητική μπάντα είναι γεμάτη από τσέλο που χτίζουν έναν τοίχο από ήχους που δεν προμηνύουν τίποτα ευχάριστο. Η συνέχεια θα καταγράψει έξι μέρες από την ζωή τους, μονότονες και επαναλαμβανόμενες, εκτός από κάποιες μικρές αλλαγές που κάθε τόσο κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δυσάρεστα. Η επίσκεψη ενός γείτονα που μιλά σχεδόν μεθυσμένος για το τέλος, το κάθε άλλο παρά αισιόδοξο θρησκευτικό βιβλίο που αφήνουν στην κόρη κάποιοι τσιγγάνοι που περνούν, το άλογο που αρνείται να φάει, το σκοτάδι που πέφτει. “Τι είναι αυτό;” ρωτά κάποια στιγμή η κόρη και η απορία πιθανότατα θα ρίζωνε και στα κεφάλια των θεατών, αν το φιλμ δεν γέμιζε τα 149 λεπτά της ταινίας με τόσες συγκλονιστικές εικόνες, τόση στιβαρή μελαγχολία, τόσα σαφή κλειδιά για την λύση του μυστηρίου. Το Turin Horse είναι μια συναρπαστική παραβολή για το τέλος, γεμάτη ποιητικό τρόμο και μαζί, είναι (ελπίζουμε όχι στην πραγματικότητα), η τελευταία ταινία που θα γυρίσει ποτέ ο Μπέλα Ταρ.
Νωρίτερα χθες το πρωί, το Nader and Simin, A Separation, άφησε επίσης εξαιρετικές εντυπώσεις, επιβεβαιώνοντας ότι ο σκηνοθέτης του Τι Απέγινε η Έλι, Ασγκάρ Φαραντί, είναι ίσως ο σημαντικότερος Ιρανός σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή. Ο τίτλος της ταινίας του περιγράφει με σαφήνεια το θέμα της, αλλά δεν μπορεί να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις με τις οποίες χτίζεται το δράμα, ούτε τις διαδρομές που ακολουθεί η αφήγηση και τα ηθικά ζητήματα που αγγίζει στην πορεία. Ο επικείμενος χωρισμός ενός ζευγαριού και η αποχώρηση της γυναίκας από το σπίτι, είναι η αφορμή μια σειρά από γεγονότα που μοιάζουν αρχικά ασήμαντα και καθημερινά αλλά που κάτω από την εξαιρετική ενορχήστρωση του Φαραντί χτίζουν κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ακόμη κι ως θρίλερ. Δικαστικό δράμα, οικογενειακή ιστορία, ηθικό μυστήριο, το φιλμ μιλά για την υπευθυνότητα και την ανάληψη της ευθύνης, για την σημασία και το νόημα του “να λες την αλήθεια”, για την κατάσταση του σύγχρονου Ιράν, την περηφάνια και την τιμή. Με ένα σενάριο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο από την αρχή ως το τέλος κι ερμηνείες που αξίζουν βραβεία, το Nader and Simin γεμίζει το μυαλό σου με δεκάδες ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχει καμιά εύκολη λύση και σε αφήνει δίχως κανέναν διδακτισμό ή ευκολία να αναλογιστείς πόσο εύκολα η ζωή μπορεί να σε στριμώξει σε μια γωνία και τι άραγε θα έκανες εσύ αν βρισκόσουν στην θέση των ηρώων.
Χτες ήταν και η επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη Man at Sea, ένα δράμα για την σύγκρουση της “ευημερούσας” δύσης και της “απειλητικής” ανατολής εν πλω, σε ένα δεξαμενόπλοιο. Ο Έλληνας κυβερνήτης του Sea Voyager περιμαζεύει μια ομάδα νεαρών λαθρομεταναστών και προσπαθεί να τους αποβιβάσει με ασφάλεια και σύμφωνα με τους κανονισμούς σε κάποια στεριά. Η καλή του πράξη όμως αποδεικνύεται υπερβολικά δύσκολο να ολοκληρωθεί, και η παρουσία των παιδιών στο πλοίο που επιμηκύνεται επικίνδυνα, λειτουργεί σαν ωρολογιακή βόμβα, τόσο στις σχέσεις του πληρώματος, όσο και του ίδιου με την γυναίκα του, που βρίσκεται για πρώτη φορά εν πλω μετά από τέσσερα χρόνια και ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε την σχέση τους. Μετά το τέλος της προβολής, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης παρουσίασε τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες του εν μέσω ενός δυνατού, χορταστικού, χειροκροτήματος. Δικαίως. Το φιλμ δομημένο σαν έναν βραδυφλεγές θρίλερ, μιλά για μια σειρά από ευαίσθητα ζητήματα δίχως να καταφεύγει σε καμιά εύκολη λύση, χωρίς να ψάχνει θύματα και θύτες, κοιτάζοντας θέματα όπως το μεταναστευτικό με ματιά ψύχραιμη και νηφάλια. Με μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Αντώνη Καρυστινό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και με απροσδόκητα ικανούς ερασιτέχνες ηθοποιούς, με την σταθερότητα και την πάντα κοφτερή ματιά του Γιάνναρη στο τιμόνι, το Man at Sea βρίσκει με ευκολία το δρόμο του σε νερά, που είναι μάλλον θολά και επικίνδυνα.
Day 6
Οι εξωτερικές θερμοκρασίες παραμένουν επώδυνα χαμηλές, αλλά το κλίμα έχει ζεσταθεί για τα καλά στην Βerlinale. Η ταινία του Μπέλα Ταρ The Turin Horse, εξακολουθεί να βρίσκεται στα χείλη όλων, αν και στα “αστεράκια” του Screen International όπου κριτικοί απ όλο τον κόσμο βαθμολογούν τις ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος, τον μεγαλύτερο μέσο όρο έχει το Nader and Simin, a Separation. Ευτυχώς οι καλές ταινίες δεν εξαντλήθηκαν ακόμη μια που το Our Grand Despair του Σειφί Τεομάν, φρέσκο και αξιαγάπητο, ήρθε να μας μάθει πως λέμε bromance στα Τούρκικα...
Περισσότερο γνωστή από τα video art της και τις εικαστικές της ενασχολήσεις, η Μιράντα Τζουλάι, έχει εν τούτοις, μια σπουδαία ταινία στο ενεργητικό της. Το Εγώ Εσύ κι Όλοι οι Γνωστοί, ήταν μια άβολα ρομαντική κομεντί για χαρακτήρες γεμάτους παραξενιές κι ελαττώματα, έχτισε πριν λίγα χρόνια την φήμη της και την μεταμόρφωσε σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια θηλυκή βερσιόν του Γουντι Άλλεν για τους θαμώνες των γκαλερί που αγαπούν την ειρωνεία, τις ταινίες του Τζον Χιουζ και τον Γκονταρ. Δύσκολος συνδυασμός για να πετύχει, και στην καινούρια της ταινία The Future, δυστυχώς δεν λειτουργεί όσο καλά θα έπρεπε. Το χιούμορ, ο άβολος ρομαντισμός, η ιδιότροπη αφήγηση και οι τόσο δυσλειτουργικοί χαρακτήρες που θα άξιζε να επενδύσουν στην ψυχανάλυση, είναι εκεί, αλλά κάτι πιο ουσιώδες λείπει. Η ιστορία ενός ζευγαριού που μετά από τρία χρόνια σχέσης είναι (αν)έτοιμο να προχωρήσει μπροστά, εξιστορείται με ευρηματικούς τρόπους, -ακόμη και με τη φωνή μιας άρρωστης γάτας που πρόκειται να υιοθετήσουν-, αλλά μοιάζει, υπερβολικά "κατασκευασμένη" και πολύ λίγο αυθόρμητη και ειλικρινής. Ακόμη κι έτσι η Τζουλάι κατορθώνει να χτίσει εικόνες που είναι μαζί γοητευτικές και αλλόκοτες, να δώσει αβάντες σε έναν χαριτωμένο σουρεαλισμό, να κάνει μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για τις σχέσεις και τα μοντέρνα ζευγάρια και συχνά να βρει τον συναισθηματικό στόχο της κατευθείαν στο κέντρο. Για μια ακόμη φορά πιθανότατα θα μιλήσει στην καρδιά όσων νιώθουν ότι αυτός κόσμος δεν φτιάχτηκε για εκείνους και σε όσες αγοράζουν τα ρούχα τους μόνο από vintage μαγαζιά. Μόνο που δυστυχώς οι πιο πολλές το κάνουν γιατί είναι το hip thing to do και η ταινία το ξέρει. Και προσπαθεί σκληρά να γίνει το κινηματογραφικό αντίστοιχο μιας παλιάς, λιγάκι εκτός μόδας και κάπως παράξενης φούστας που ένα μοντέρνο κορίτσι φορά για να διαφέρει...
Η ιστορία του Our Grand Despair του Σειφί Τεομαν θα μπορούσε να αποτελεί την κεντρικού ιδέα ενός sitcom, αλλά στα χέρια του Τούρκου σκηνοθέτη μεταμορφώνεται σε κάτι αναμφίβολα πιο ενδιαφέρον και πλούσιο σε αποχρώσεις. Η ιστορία πάει κάπως έτσι: όταν οι γονείς μιας κοπέλας πεθαίνουν σε αυτοκινητιστικό λίγο πριν εκείνη αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, ο αδελφός της που ζει στην Γερμανία ζητά από τους δυο καλύτερους του φίλους που ζουν μαζί, να την πάρουν υπό την προστασία τους. Οι δυο σαραντάρηδες άντρες που μοιράζονται την ίδια στέγη και μια σχέση που δεν νιώθει την ανάγκη να ορίσει τις γραμμές που χωρίσουν την φιλία από το πλατωνικό ρομάντζο, θα δεχτούν και σύντομα θα "ερωτευτούν" και οι δυο το νεαρό κορίτσι, κυρίως, επειδή από το σχολείο ήδη, ονειρεύονταν να τους συμβεί ακριβώς αυτό. Ακούγεται “μπερδεμένο” και ίσως είναι, αλλά είναι επίσης τόσο αφοπλιστικά αθώο που δεν μπορείς παρά να του παραδοθείς. Με ένα χιούμορ πάντα λεπτό και με τρυφερή ματιά στην ιδιαίτερη σχέση των δυο ανδρών αλλά και της καινούριας δυναμικής που αποκτά με την έλευση του τρίτου προσώπου, το φιλμ του Τεομάν δεν στοχεύει σε ηχηρά γέλια, αλλά σε πλατιά χαμόγελα που κρύβουν την σκιά μιας μικρής θλίψης. Χαμηλότονο, σκεπτόμενο, γλυκό, αστείο, αγαπησιάρικο ήταν αναμφίβολα μια από τις πιο απολαυστικές ταινίες αυτού του φεστιβάλ.
O Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως για τις Δευτέρες με Λιακάδα, μια ιστορία για την ζωή δυο ανέργων στην Ισπανία. Από εκείνη την ταινία κρατά την καθαρή ματιά του στην κοινωνική κατάσταση της χώρας του αλλά και της σύγχρονης Ευρώπης καθώς και το μελαγχολικό χιούμορ που διατρέχει την τελευταία του ταινία Amador. Ηρωίδα του η Μαρσέλα μια γυναίκα από την Λατινική Αμερική που προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με τον σύντροφό της στην Ισπανία. Στο ξεκίνημα της ταινίας ετοιμάζεται να τον εγκαταλείψει, αλλά επιστρέφει πριν καλά καλά φύγει, όταν μαθαίνει ότι περιμένει παιδί. Τα πράγματα θα πάρουν θετική τροπή όταν βρει δουλεία φροντίζοντας τον Αμαντόρ, έναν ηλικιωμένο άντρα που αν κι ετοιμοθάνατος μοιάζει να έχει πολύ ζωή μέσα του. Όταν πεθάνει πριν ακόμα η Μαρσέλα συμπληρώσει έναν μήνα δουλείας, εκείνη θα προσπαθήσει να το κρατήσει Κρυφό για να μην χάσει τον μισθό της, όμως τα πτώματα έχουν την άσχημη συνήθεια να μυρίζουν (ειδικά στο ισπανικό καλοκαίρι) και η αλήθεια, να έρχεται αργά η γρήγορα στην επιφάνεια. Μην σας τρομάζει το μακάβριο θέμα, το Amador, είναι στην πραγματικότητα κομεντί, μια ταινία που κατορθώνει να κοιτάζει την ζωή με τρόπο θετικό και να βρίσκει χιούμορ σε σοβαρές καταστάσεις δίχως να τις ευτελίζει. Βγήκαμε από την αίθουσα με χαμόγελο.
Φιλοδοξώντας να απεικονίσει τους Εβραίους με ένα διαφορετικό φως εκτός από αυτό του αναξιοπαθούντων θυμάτων, ή των ανήμπορων μάρτυρα και να τους δώσει επιτέλους τον ρόλο του ήρωα, ο Αυστριακός Βολφγκανγκ Μουρνμπέργκερ (της φήμης του The Boneman), αποφάσισε να μεταφέρει στην οθόνη ένα σενάριο που χρησιμοποιεί την εποχή του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου ως σκηνικό για μια κωμική περιπέτεια που μπλέκει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με ένα άγνωστο σκίτσο του Λεονάρντο ντα Βίντσι, και θέλει την μοίρα του Άξονα να κρίνεται από το αν το εν λόγω έργο θα φτάσει στα χέρια των ναζί ή θα παραμείνει κρυμμένο από τον Εβραίο γκαλερίστα στον οποίο ανήκει. Ανατροπές, μπερδεμένες ταυτότητες, διακριτικά αστεία σε μια ταινία που δεν φοβάται να κάνει χιούμορ με επώδυνα ζητήματα και να αγγίξει έστω κι ελαφρά γερμανικά ταμπού. Στοχεύοντας ξεκάθαρα σε ένα ευρύ κοινό, αυτή η mainstream with a twist ταινία μπορεί να βρήκε την θέση του στο φεστιβάλ λόγω γλώσσας, θέματος κι αναγνωρίσιμων σταρ, αλλά ακόμη κι έτσι δεν παύει να είναι διασκεδαστική και χαριτωμένη.
O όρος Βrownian motion περιγράφει την τυχαία πορεία μικροσκοπικών σωματιδίων που βρίσκονται μέσα σε κάποιο υγρό. Με μια εξίσου τυχαία και δίχως στόχο πορεία, η ηρωίδα της ταινίας της Νανουκ Λέοπολντ Brownian Movement αποφασίζει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου θα συναντά άντρες για σεξ. Φαινομενικά ευτυχισμένη, παντρεμένη, με ένα παιδί και μια καλή δουλεία, δεν ζητά μια εξωσυζυγική περιπέτεια καθώς οι άντρες που επιλέγει για να κάνει σεξ είναι μάλλον μη επιθυμητοί. Υπερβολικά τριχωτοί, χοντροί, ηλικιωμένοι, άσχημοι. Ποιος είναι ο λόγος που την έλκουν και τι ακριβώς θα συμβεί όταν ο σύζυγός της ανακαλύψει τις δραστηριότητές της; Η Νανόυκ Λέοπολντ δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, ούτε ενδιαφέρεται να χτίσει ένα συνηθισμένο οικογενειακό δράμα. Εκ πρώτης όψεως ο τρόπος που κοιτάζει την ιστορία και την ηρωίδα της μπορεί να μοιάζει ακαδημαϊκός ή ακόμη και βαρετός όμως είναι αυτή ακριβώς η άρνησή της να παραδοθεί σε δοκιμασμένες συνταγές που κάνει το φιλμ της κάτι παραπάνω από μια ιστορία ηθικών συμπερασμάτων, ή εύκολης αποκρυπτογράφησης,.
Day 7
Καθώς το φεστιβάλ προχωρά προς την λήξη του, οι τελευταίες μέρες δεν επιφύλασσαν το σπριντ που θα μπορούσε να δώσει σε μια χλιαρή χρονιά ένα εντυπωσιακό φώτο φίνις. Το διαγωνιστικό μετά τις αναλαμπές του Turin Horse και του Nader and Simin, a Seperation, ξεφούσκωσε με θόρυβο, αφήνοντάς μας να περιμένουμε μάταια μια ταινία που θα κάνει το πρωινό μας ξύπνημα για την προβολή των εννιά να μην μοιάζει με άδικο κόπο.
Τουλάχιστον το Mysterious World του Βραζιλιάνου Ροντρίγκο Μορένο προβλήθηκε το μεσημέρι, αλλιώς έμοιαζε βέβαιο ότι η νυσταγμένη αίθουσα θα παραδινόταν αμαχητί στην αγκαλιά του Μορφέα. Διότι αυτή η απερίγραπτη ανοησία, έκανε τους πάντες να απορήσουν (για μια ακόμη φορά), σχετικά με τα κριτήρια με τα οποία το φεστιβάλ επιλέγει τα φιλμ του διαγωνιστικού και κέρδισε αντί για χειροκροτήματα, μερικά κουρασμένα σφυρίγματα και κάποια γέλια αποδοκιμασίας. Με ήρωα έναν νεαρό άντρα που κάνει τον Γούντι Άλλεν να μοιάζει το πιο σέξι πλάσμα στον κόσμο και μια ιστορία που σέρνει τα πόδια της ανάμεσα σε μια κωμωδία χωρισμού και έναν νυσταλέο σουρεαλισμό, δίχως να κατορθώνει να πάει πουθενά, το φιλμ μπορεί να ιδωθεί μόνο σαν άσκηση στην κινηματογραφική δύναμη της αδράνειας. Δηλαδή, με δυο λέξεις κάτι αφόρητα βαρετό και επώδυνα ανούσιο.
Περίπου με ανάλογες λέξεις μπορείς να περιγράψεις το φιλμ του Κορεάτη Λι Γιουν-Κι, Come Rain Come Shine. Άλλο ένα ζευγάρι χωρίζει, αλλά περνούν μια τελευταία μέρα μαζί στο σπίτι, πακετάροντας τα πράγματα της γυναίκας που φύγει, ενώ έξω βρέχει υποτίθεται καταρρακτωδώς. Απ ότι μαθαίνουμε η πλημμύρα γκρεμίζει μια γέφυρα, πράγμα που εμποδίζει την σύζυγο να φύγει, αλλά κάθε πλάνο έξω από το σπίτι δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από μια αναιμική ψιχάλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα. Υποτίθεται ότι ένα δράμα ξετυλίγεται εδώ, το τέλος μιας σχέσης και ένας τυφώνας από συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν, αλλά το μόνο που βλέπεις στην οθόνη, είναι δυο άνευρους, αδιάφορους ανθρώπους να χαζεύουν ανταλλάσσοντας μια δυο υποτίθεται βαθυστόχαστες σαχλαμάρες. Με τόση πλήξη, ευτυχώς που χώρισαν...
Το If Not Us Who, του πρώην ντοκιμαντερίστα Αντρές Βάιελ τουλάχιστον είχε λίγο ενδιαφέρον, μια πρωταγωνίστρια που έβρισκε εξαιρετικά δύσκολο να κρατήσει το εσώρουχό της στη θέση του, κάμποσες σκηνές σεξ και δεδομένου ότι διαδραματίζεται στα 60's μερικά τρίο και μπόλικες κουβέντες για την επανάσταση. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του συγγραφέα Μπέρνβαρντ Βέσπερ και της Γκούντρουν Ένσλιν μέλους αργότερα της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού και ερωμένης του Αντρέας Μπάαντερ, είναι τουλάχιστον πετυχημένα περιγραφικό. Ακόμη κι έτσι δεν βρίσκει ποτέ την ένταση και το πάθος που απαιτεί η Ιστορία, που πλέον μοιάζει να αποτελεί για το γερμανικό σινεμά κάτι αντίστοιχο του δικού μας εμφυλίου για τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του 80. Μια πληγή που πρέπει να ξύσουν ακόμη κι αν τις περισσότερες φορές οι ενασχόληση τους με το συγκεκριμένο θέμα, αφήνει του θεατές να... ξύνουν απορημένοι το κεφάλι τους.
Το Lipstikka του Καναδού Τζόναθαν Σαγκάλ διαδραματίζεται στο Λονδίνο του σήμερα κι έχει ως ηρωίδες δυο κοπέλες από την Παλαιστίνη που μοιράζονται ένα επώδυνο μυστικό από το παρελθόν και μια ερωτική σχέση. Η μία είναι πλέον παντρεμένη με ένα παιδί, έναν πετυχημένο σύζυγο με τον οποίο έχουν μια τυπική σχέση κι ένα ευρύχωρο ακριβό σπίτι. Η άλλη έρχεται ένα πρωί από το πουθενά με μια αίσθηση απειλής να την συνοδεύει. Στην πορεία της μέρας τα μυστικά τους θα αποκαλυφθούν και μέσω flash back θα ανακαλύψουμε τον δεσμό που τις ενώνει και την μνήμη ενός γεγονότος που καθόρισε τις ζωές τους. Με δυο συγκρατημένες ερμηνείες, μια έξυπνη ιδέα για τον τρόπο που ο καθένας μας διαχειρίζεται τις αναμνήσεις και τα τραύματά του και ένα συγκινητικό φινάλε, το φιλμ του Σαγκάλ ήταν τουλάχιστον συμπαθητικό στην μετριότητά του.
Η τελευταία ταινία του διαγωνιστικού ήταν το The Forgivness of Blood του Τζόσουα Μάρστον, δεύτερη του μετά το Maria Full of Grace. Μια ιστορία βεντέτας τοποθετημένη στην Αλβανία, ήταν με διαφορά η πιο φιλόδοξη απ όσες είδαμε από το φιλμ του Μπέλλα Ταρ και μετά. Μπορεί η δύναμη που υποσχόταν η ιστορία να μην έκανε την εμφάνισή της παρά μόνο στα τελευταία, ευχάριστα μη δραματικά λεπτά του φιλμ, όμως ακόμη κι έτσι δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις την μη τουριστική ματιά, την στιβαρή σκηνοθεσία και τις δυνατές ερμηνείες των ντόπιων μη επαγγελματιών ηθοποιών.
Αν όμως το διαγωνιστικό ήταν γεμάτο απογοητεύσεις τις τελευταίες μέρες, το Πανόραμα μας επιφύλασσε τουλάχιστον μια εντυπωσιακή έκπληξη. To Bullhead του Βέλγου Μάικλ Ρ। Ρόσκαμ, είναι ένα εκ πρώτης όψεως αστυνομικό θρίλερ με φόντο την βιομηχανία κρέατος στην Φλάνδρα και την μαφία των αυξητικών ορμονών. Με ήρωα έναν άντρα απειλητικό στο τεράστιο σώμα του, που μοιάζει φουσκωμένος από οργή, το φιλμ εξερευνά μια σειρά από θέματα που πάνε πολύ πιο πέρα από την αστυνομική ίντριγκα και ταξιδεύει μπρος πίσω στον χρόνο για να αποκαλύψει μια ιστορία συναρπαστική, σοκαριστική, συγκινητική, σκληρή, απόλυτα μαγνητική. Ο Ρόσκαμ δεν επιδεικνύει κανένα από τα ελαττώματα ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, αντίθετα χειρίζεται την δαιδαλώδη ιστορία και τους ήρωες με εντυπωσιακή άνεση και δομεί το φιλμ με τρόπο που κορυφώνει την ένταση και τον αντίκτυπό του. Την παράσταση εν τούτοις κλέβει ο πρωταγωνιστής του Ματίας Σόνερτς, όχι μόνο για την πιο εντυπωσιακή κινηματογραφική μεταμόρφωση από την εποχή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο Οργισμένο Είδωλο, αλλά κυρίως για την δύναμη της ερμηνείας του. Ο Σόνερτς, πήρε εικοσιοκτώ κιλά σε μύες στην διάρκεια δυο χρόνων για να παίξει τον ρόλο, αλλά δεν είναι τόσο η μυική του μάζα που κάνει την ερμηνεία του συγκλονιστική, όσο ο τρόπος που κάτω από τον όγκο του κατορθώνει να χωρέσει την ουσία του χαρακτήρα του και να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι τελικά είναι αυτό που “κάνει έναν άντρα...
1 σχόλιο:
Απο την μοναδική καθημερινή ανταπόκριση στον Ελληνικό Τύπο στην Athens Voice
www.athensvoice.gr
Δημοσίευση σχολίου