Αλγερία, 1954. Η εξέγερση ενάντια στην αποικιοκρατία είναι στο αποκορύφωμα της.Δύο άνδρες, διαφορετικοί μεταξύ τους που οι συγκυρίες της αναταραχής τους φέρνουν κοντά. Αναγκάζονται μαζί να τραπούν σε φυγή στο όρος Άτλας. Στη μέση του ενός παγωμένου χειμώνα, ο Daru, ένας μοναχικός δάσκαλος, πρέπει να συνοδεύσει τον Mohamed, έναν χωρικό που κατηγορείται για δολοφονία. Καταδιώκονται από έφιππους που επιζητούν την συνοπτική απόδοση δικαιοσύνης και εποίκους που θέλουν να πάρουν εκδίκηση. Οι δύο άνδρες αποφασίζουν να έρθουν αντιμέτωποι με το άγνωστο. Μαζί, παλεύουν για να κερδίσουν την ελευθερία τους.
Με τους Viggo Mortensen, Reda Kateb.
Ο David Oelhoffen, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: «Από την πρώτη μου κιόλας ανάγνωση του διηγήματος του Camus, L'hôte, το είδα σαν ένα γουέστερν. Βεβαίως, ένα αντισυμβατικό γουέστερν, που βυθίζεται στην ιστορία της Ευρώπης και με φόντο τις ορεινές περιοχές της Βόρειας Αφρικής, όμως πάντα ένα γουέστερν. Πιστή στους κώδικες του είδους, στην ταινία, υπάρχουν οι αποικιοκράτες, οι ιθαγενείς, ένας κρατούμενος που συνοδεύεται και μια ιστορία που καταλήγει στη βία. Μια σύγκρουση μεταξύ δύο συστημάτων δικαίου βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας. Παρατηρούμε δύο πολιτισμούς και δύο ηθικές αντιλήψεις να εξαναγκάζονται από την ιστορία σε συνύπαρξη. Το τοπίο της ερήμου έχει το ρόλο ενός πρόσθετου χαρακτήρα στην ιστορία. Λουσμένο από το λαμπερό φως της Βόρειας Αφρικής, ήταν ένας όμορφος αλλά απρόβλεπτος σύντροφος για την ταινία».
"Δεν επέλεξα το θέμα, ήταν το ίδιο το θέμα που επέλεξε εμένα. Οι γονείς μου είναι Τούρκοι επομένως το θέμα με ενδιέφερε. Και το γεγονός ότι στην Τουρκία η σφαγή των Αρμενίων παραμένει θέμα ταμπού, ένας λόγος παραπάνω για μένα να κάνω την ταινία. Όταν όμως κάτι είναι απαγορευμένο, κινεί την περιέργειά μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ανεξαρτήτως του θέματός του. Αφορμή υπήρξε το βιβλίο του Τούρκου δημοσιογράφου Χασάν Τσεμάλ, με τίτλο «1915: Ermeni soykirimi» στο σενάριο με βοήθησε ο Μάρτιν Μαρντικ συνεργάτης του Σκορτσέζε στο «Οργισμένο Είδωλο» και στο «Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη" ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ σκηνοθέτης " Όταν μου πρότειναν να επιστρέψω στο σινεμά γράφοντας μια ταινία, δέχθηκα για έναν βασικό λόγο. Θα έγραφα κάτι για το οποίο κανείς δεν είχε τα κότσια να γράψει. Και αυτό μου άρεσε". ΜΑΡΤΙΝ ΜΑΡΝΤΙΚ σεναριογράφος Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η πλοκή ξεκινά να διαδραματίζεται στην Μαρντίν το 1915, όπου ζει ένας φιλήσυχος σιδεράς, ονόματι Ναζαρέτ Μανουγκιάν, με τη σύζυγο και τις δίδυμες ανήλικες κόρες του. Μια νύχτα, από το πουθενά, θα εισβάλλει στο σπίτι του η Τουρκική αστυνομία και θα τον πάρει από τους δικούς του στέλνοντάς τον σε καταναγκαστικά έργα στο ύπαιθρο. Η σφαγή των Αρμενίων έχει ήδη ξεκινήσει. Ο Ναζαρέτ καταφέρνει να ξεφύγει από τους Τούρκους όμως δεν έχει ιδέα ότι τα δύσκολα δεν έχουν καν αρχίσει… Μοναδική επιθυμία που γίνεται πλέον ο κύριος στόχος του είναι να ξαναβρεί την οικογένειά του ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο για να τα καταφέρει. Χωρίς χρήματα, χωρίς φωνή και οπλισμένος με απίστευτο πείσμα ταξιδεύει ασταμάτητα από τον Λίβανο μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Hungry Hearts
Saverio Costanzo
Ο Jude είναι Αμερικανός και η Mina Ιταλίδα. Συναντιούνται τυχαία στη Νέα Υόρκη. Μετά από έναν θυελλώδη έρωτα, παντρεύονται και η Mina μείνει έγκυος. Μια καινούργια ζωή αρχίζει και για τους δύο. Από τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, η Mina είναι πεπεισμένη ότι το παιδί της θα είναι κάτι εξαιρετικό: είναι το μητρικό της ένστικτο που της το λέει. Αυτό το παιδί πρέπει να είναι προστατευμένο από όλη την ρύπανση του έξω κόσμου, και πρέπει επίσης να διατηρήσει την καθαρότητα του. Για χάρη της αγάπης του, ο Jude συμφωνεί μαζί της. Ωστόσο γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με μια τρομερή αλήθεια: ο γιος του δεν μεγαλώνει, και η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Jude πρέπει να δράσει γρήγορα. Υποψίες και μια κρυφή δυσαρέσκεια δηλητηριάζει τη σχέση του Jude με την Mina…
Με τους Adam Driver, Alba Rohrwacher, Roberta Maxwell.
Ο Saverio Costanzo, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: «Διάβασα το βιβλίο του Marco Franzoso ενάμιση πριν από γράψω το σενάριο. Με εντυπωσίασε, αλλά ταυτόχρονα και με απώθησε , ίσως γιατί κάπως, κάπου η ιστορία με επηρέασε. Ο χρόνος περνούσε και, μια μέρα, άρχισα να δουλεύω πάνω στο σενάριο, ακολουθώντας τις αναμνήσεις μου, χωρίς να διαβάσω ξανά το βιβλίο. Έτσι η ιστορία του Franzoso με ακολούθησε, σε μια αναζήτηση, που κατέληξε να γίνει μια πολύ προσωπική ιστορία».
Βλέποντας το Manglehorn του David Gordon Green, πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι έχεις ξαναδεί την ταινία. Κι όμως υπάρχει κάτι ασυνήθιστο με αυτή. Θυμίζει κατά πολύ το As Good As It Gets, άλλα είναι πιο σκοτεινό και καλύτερο. Ο κύριος χαρακτήρας δεν είναι τόσο “πολύχρωμος” και αστείος όσο εκείνος του Jack Nicholson στην ταινία του James L. Brook, άλλα είναι εξίσου δυνατός. Και οι δύο έχουν πολλά κοινά: είναι μοναχικοί τύποι, που γερνάνε, που δυσκολεύονται να τα βγάλουν άκρη σε έναν κόσμο έξω από τον “δικό τους”. Είναι επίσης καλόκαρδοι, άλλα με εμμονές που δεν επιτρέπουν στην καλοσύνη τους να βγει στην επιφάνεια. Και φυσικά και οι δυο ρόλοι ενσαρκώνονται από έναν θρύλο του σινεμά, τον Nicholson στο As Good και τον Al Pacino στο Manglehorn.
Όμως η ταινία του Green είναι πολύ πιο περίπλοκη από την άποψη του στυλ. Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται να “κυριαρχεί” ακόμη πάνω στις ταινίες του, άλλα πλησιάζει σ’ αυτό. Είναι πολύ καλός στην απλότητα, όπως την είδαμε σε ταινίες όπως το Prince Avalanche και εδώ δουλεύει ξανά σε ένα απλό θέμα: την μοναξιά. Ωστόσο τώρα προσθέτει περισσότερη οπτική λυρικότητα για να δώσει στο υλικό του ένα νέο βάθος, και σε αρκετές στιγμές το πετυχαίνει.
Η ταινία είναι γεμάτη, ίσως και σε υπερβολικό βαθμό, με μεταφορικά στοιχεία. Μερικά από αυτά, τα καλύτερα, δεν έχουν ξεκάθαρα νοήματα. Στην πιο δυνατή σκηνή, βλέπουμε ένα σωρό αυτοκίνητα βουτηγμένα στο αίμα, μετά από ένα φοβερό ατύχημα. Δεν βλέπουμε την σύγκρουση (μπορεί να μην συνέβη και ποτέ, αφού ο χαρακτήρας του Pacino βλέπει διάφορα οράματα), άλλα μόνο μια γραμμή από κατεστραμμένα αυτοκίνητα και ανθρώπους να τσακώνονται γύρω από αυτά. Σύντομα όμως διαπιστώνουμε πως το κόκκινο υγρό, που έχει σκορπιστεί παντού, δεν είναι αίμα, άλλα χυμός καρπουζιού: ένα από τα αυτοκίνητα που ενεπλάκησαν στο ατύχημα, ήταν γεμάτο φρούτα. Νιώθουμε ανακουφισμένοι καθώς καταλαβαίνουμε, πως αυτή η σκηνή είναι ίσως μια μεταφορά δείχνοντας πως μερικές καταστάσεις που φαίνονται άσχημες, ίσως να μην είναι και τόσο σοβαρές όσο πιστεύαμε, ακόμα και αν δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτός ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη. Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι πιο εύκολη να την κατανοήσεις: θυμίζει λίγο το τέλος του Blow Up του Michelangelo Antonioni, και είναι κάτι παραπάνω από όμορφη: είναι μια από τις καλύτερες τελευταίες σκηνές της πρόσφατης ιστορίας του σινεμά!
Όμως, δυστυχώς, οι περισσότερες μεταφορές παραείναι προφανείς: όταν βλέπουμε ένα μπαλόνι να πετά μόνο του στον αέρα, φυσικά ξέρουμε ότι είναι ένας παραλληλισμός με τον χαρακτήρα του Al Pacino, όπως επίσης και οι μέλισσες, που ζουν στο γραμματοκιβώτιο, που μπορεί να σου κάνουν κακό άλλα είναι και συμπαθητικές ταυτόχρονα. Ο άνθρωπος, που υποδύεται ο Pacino είναι και τα δύο, άλλα η τόση μοναξιά και πικρία που νιώθει τον κάνει να δείχνει περισσότερο επικίνδυνος, παρά συμπαθητικός στους ανθρώπους γύρω του. Ειδικά σε αυτούς για τους οποίους νοιάζεται: είναι αγενής απέναντι σε έναν φίλο που πάντα προσπαθεί να τον κάνει να χαρεί, είναι δυσάρεστος απέναντι στον γιο του (Chris Messina) και απλά φρικτός στη γυναίκα (Holly Hunter) την οποία φλερτάρει.
Η ταινία δείχνει έναν άνθρωπο, που πασχίζει να παραμείνει σώος τας φρένας σε έναν κόσμο που με τον οποίο δεν βρίσκει κάποιο σημείο επαφής. Ο λόγος είναι η θλίψη του, σύμφωνα με την ταινία, έχει ακόμα εμμονή με μια γυναίκα την οποία ερωτεύτηκε όταν ήταν νέος. Και αυτό είναι το πρόβλημα με την ταινία: υπονοεί πως μια ραγισμένη καρδιά είναι η αιτία για την θλίψη των ανθρώπων, όταν όλοι γνωρίζουμε πως μπορεί να ζούμε μια άσχημη ζωή για χίλιους δυο διαφορετικούς λόγους.
Ο Pacino υποδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τον τρόπο που γνωρίζει: απλά υπέροχα. Όπως η καλύτερη ερμηνεία στην ταινία δεν είναι δική του, άλλα της Holly Hunter. Σε μια σκηνή είναι οι δυο τους σε ένα εστιατόριο, σε κάτι που η Hunter θεώρησε ως ραντεβού. Όμως ο Pacino ξεκινά να μιλά για την γυναίκα του παρελθόντος του, λέγοντας πόσο όμορφη, έξυπνη και τέλεια ήταν και βλέπουμε την Hunter να αντιδρά σε όσα λέει: ξαφνικά γίνεται χλωμή και εύθραυστη. Δεν είναι η σταρ πλέον η σταρ σε μια ταινία, άλλα μια ψυχή που αποζητά κάποιος να είναι ευγενικός μαζί της. Αργότερα ο Pacino προσπαθεί να της κάνει ένα κοπλιμέντο, άλλα το καλύτερο που καταφέρνει είναι να της πει “Είναι ένας θυμωμένος τύπος, άλλα δεν είμαι τόσο θυμωμένος όταν είμαι μαζί σου”. Φυσικά δεν είναι τόσο χαριτωμένο, όσο η ατάκα του Nicholson “Με κάνεις να θέλω να είμαι καλύτερος άνθρωπος” στην Hellen Hunt. Άλλα τουλάχιστον δείχνει την μαλακή πλευρά, ενός σκληρού ανθρώπου. ΠΗΓΗ: http://cinefreaks.gr
3 coeurs
Benoît Jacquot
Πιο γαλλικό πεθαίνεις δράμα σχέσεων του Benoit Jacquot, το οποίο συμμετέχει (γιατί άραγε;) στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα και το οποίο έχει μαζέψει όλα τα κλισέ του είδους και τα πετάει ευθαρσώς κι ανερυθρίαστα με ρυθμούς πολυβόλου. Ιψενικά τρίγωνα, έρωτες που γεννιούνται μέσα σε μια ώρα και διαρκούν για χρόνια, βαρύγδουπες και μελοδραματικές ατάκες, μουσική που κάνει τον Wagner να μοιάζει με Satie, φονικά βλέμματα, διακριτικές υστερίες, οικογενειακά τραπέζια και πάρα πολλά τσιγάρα, με τις Charlotte Gainsbourgκαι Chiara Mastroianni ως αδερφές που μοιράζονται τον ίδιο άντρα και τηνCatherine Deneuve στο ρόλο της μάνας που γνωρίζει τα πάντα, αλλά είναι πάρα πολύ κυρία για να ανεχτεί ένα επεισόδιο του "Οικογενειακές Ιστορίες" στο σπιτικό της. Εμείς το αγαπήσαμε από την αρχή και το ερωτευτήκαμε όταν ακούστηκε η στιχομυθία -Με απειλείς; -Όχι, σε προειδοποιώ, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τη "Δυναστεία". Πώς λένε το bad movie we love στα γαλλικά;( http://www.jumpingfish.gr/)
Η κατάσχεση των σπιτιών, στην Αμερική της οικονομικής κρίσης, είναι στο επίκεντρο της αμερικανικής ταινίας, «99 σπίτια» του Ραμίν Μπαχράνι. Ο κεντρικός ήρωας, ένας εργατικής τάξης χωρισμένος νέος (Άντριου Γκάρφιλντ), όταν δεν πληρώνει έγκαιρα τις δόσεις του, αναγκάζεται, από τον Μάικ Κάρβερ, έναν ατσίδα μεσίτη (Μάικλ Σάνον), που εκπροσωπεί τις τράπεζες, να εκκενώσει, μαζί με τη μητέρα του (Λόρα Ντερν) και το μικρό γιο του, το σπίτι του και να μετακομίσει σε πανσιόν, που κατοικείται αποκλειστικά από οικογένειες που τα σπίτια τους έχουν κατασχεθεί από την τράπεζα. Θα βρει όμως διέξοδο στο πρόβλημά του, όταν δέχεται να γίνει βοηθός του Κάρβερ, ξεγελώντας τις τράπεζες και την ίδια την κυβέρνηση, συμβάλλοντας στην έξωση άλλων οικογενειών από τα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πολλά χρήματα. Ο Μπαχράνι αναπτύσσει με λεπτομέρεια τις διάφορες καταστάσεις, τοποθετώντας τα πρόσωπά του στο συγκεκριμένο κοινωνικό τους περιβάλλον, βάζοντας με εύστοχο τρόπο τα ηθικά προβλήματα που κάποια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσει ο ήρωάς του.
Anime nere
Francesco Munzi
Μιαν άλλη, ασυνήθιστη πλευρά της ιταλικής μαφίας, μακριά από εκείνες που μας έδωσε μέχρι σήμερα το Χόλιγουντ, αλλά και ο ιταλικός κινηματογράφος, μας δίνει στην πολύ καλή ταινία του, «Μαύρες ψυχές» («Anime nere»), ο Φραντσέσκο Μούνζι. Ο Μούνζι παρακολουθεί τη ζωή τριών αδερφών μιας μαφιόζικης οικογένειας από την Καλαβρία, ως τη στιγμή, που εξαιτίας κάποιας βιαστικής πράξης του γιου του ενός, γεμάτου μίσους για μιαν ανταγωνιστική οικογένεια, οδηγεί σε νέες συγκρούσεις και τελικά σε τραγωδία. Με ένα άνετο ρυθμό που επιζητά να αναπτύξει τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα (οι συγκρούσεις γίνονται στα τελευταία 20 λεπτά της ταινίας), ο Μούνζι εξετάζει από μέσα τα προβλήματα των τριών αδερφών και των ανθρώπων γύρω τους για να μας δώσει μια πιο ρεαλιστική (χωρίς ηρωισμούς) εικόνα των αποτελεσμάτων των πράξεών τους.
Το συγκλονιστικό, πολιτικό ντοκιμαντέρ, «Η όψη της σιωπής» (The Look of Silence) του Αμερικανού σκηνοθέτη, του Τζόσουα Οπενχάιμερ, δημιουργού του ήδη βραβευμένου ντοκιμαντέρ "The Act of Killing". Είδος συνέχειας του προηγούμενου ντοκιμαντέρ του, η ταινία, μέσα από την έρευνα ενός οφθαλμίατρου, για τη γενοκτονία που διεξήχθηκε σε τεράστια κλίμακα στην υπό δικτατορικό καθεστώς Ινδονησία του Σουκάρνο, το 1965-66 (δολοφονήθηκαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα). Γενοκτονία που έγινε από παραστρατιωτικούς αλλά και χωρικούς που πίστευαν, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα, πως έτσι έσωζαν την πατρίδα τους από τον κομμουνισμό και την αναρχία. Σε μια χώρα που ακόμη ζει υπό δικτατορικό καθεστώς, με τον τρόμο επανάληψης των φριχτών γεγονότων, ο οφθαλμίατρος Άντι, αδερφός ενός από τα θύματα της γενοκτονίας, ερευνά το παρελθόν σε μια προσπάθεια να επανορθώσει την επίσημη ιστορία, όπως διδάσκεται στα σχολεία, χρησιμοποιώντας το επάγγελμά του (την εξέταση των ματιών για την προμήθεια γυαλιών) για να πάρει συνεντεύξεις από τους ηλικιωμένους σήμερα δολοφόνους και τους συγγενείς τους. Ορισμένοι μιλάνε για τα εγκλήματά τους με περηφάνια, αυταρέσκεια, άλλοι με φόβο κι άλλοι με απειλές, όλοι τους όμως αποκαλύπτουν, με ηρεμία, τις λεπτομέρειες της σφαγής (πώς έκοβαν τα κεφάλια, τα στήθη των γυναικών, ακόμη και τα πέη, ξεκοίλιαζαν τα κορμιά και έπιναν το αίμα των θυμάτων για να μη... τρελαθούν, όπως πίστευαν). Τόσο οι επιζώντες δολοφόνοι όσο και οι συγγενείς τους (από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές είναι εκείνη με την οικογένεια του νεκρού σήμερα δολοφόνου να αρνείται να δει το βίντεο όπου ο πατέρας αποκαλύπτει τη στυγνή, φριχτή δολοφονία του αδερφού του Άντι) θεωρούν πως δολοφονώντας το ένα εκατομμύριο του πληθυσμού (κομουνιστές, διανοούμενους, εκπρόσωπους των σωματείων και όσους θεωρούσαν αντιφρονούντες) βοήθησαν την πατρίδα τους, με ορισμένους από αυτούς να τονίζουν πως ότι έγινε, έγινε, και πως πρέπει να ξεχάσουν το παρελθόν.
La rançon de la gloire
Xavier Beauvois
Φόρος τιμής στον Τσάρλι Τσάπλιν είναι η γαλλική κωμωδία "Τα Λύτρα της δόξας" του Ξαβιέ Μποβουά.Στις όχθες της λίμνης της Γενεύης. Τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα. Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Eddy-ένας 40χρονος Βέλγος μικροαπατεώνας- συναντά τον φίλο του, Osman. Κάνουν μια συμφωνία: ο Osman θα αφήσει τον Eddy μείνει στο σπίτι του και σε αντάλλαγμα, ο Eddy θα αναλάβει τη φροντίδα του 7χρονης κόρη του Samira, της οποίας η μητέρα είναι στο νοσοκομείο. Είναι η εποχή των Χριστουγέννων, όμως η ανέχεια κάνει τον Eddy δύσθυμο. Στην τηλεόραση ανακοινώνεται ο θάνατος του Τσάρλι Τσάπλιν και γίνεται αναφορά στην αμύθητη περιουσία του. Ο Eddy κάνει όνειρα ... και έχει με μια τρελή ιδέα: τι θα γινόταν αν έκλεβε το πτώμα του ηθοποιού και ζητούσαν λύτρα από την οικογένεια;Ευκαιρία για τον Ξαβιέ Μποβουά («Περί ανθρώπων και θεών) να φτιάξει μια λεπτή, με ωραία ευρήματα, αλλά πάνω απ' όλα ωραίες ερμηνείες (ιδιαίτερα από τον Μπενουά Πελβούρτ), απολαυστική κωμωδία.
Ο Xavier Beauvois σκηνοθέτης δηλώνει: «Η πρόθεση δεν ήταν να αναπαραστήσουμε με ειλικρίνεια την ιστορία των δύο φίλων, ή να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για ένα γεγονός που, στο κάτω -κάτω, δεν αξίζει τέτοιας προσοχή ... αλλά μάλλον να γλιστρήσουμε, σιγά-σιγά, προς μια γλυκόπικρη κωμωδία, μια ταινία που να είναι και αστεία και συγκινητική ... Κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια κωμωδία à l'italienne…»
Πήρες από τη ζωή αυτό που ήθελες να πάρεις; ρωτά ο ένας ήρωας (του Ρέιμοντ Κάρβερ) τον άλλον. Ναι, απαντά. Και τι ήταν αυτό; Ηθελα να μ’ αγαπούν, να νιώθω ότι ολόκληρη η γη μ’ αγαπά. Μέσα σ’ ένα πληθωρικό, φαντασμαγορικό, ηχηρό και φιλόδοξο περιτύλιγμα, η νέα ταινία του Αλεχάντρο Ινιάριτου, το «Birdman», μιλά για κάτι τόσο απλό, όσο η επιθυμία της αποδοχής και της αγάπης. Οχι οποιουδήποτε: του ηθοποιού, έστω του καλλιτέχνη, από το κοινό των ανθρώπων. Μ’ ένα σύνθετο αρχιτεκτόνημα, ενός δημιουργού που, αντίθετα, είναι εξαιρετικά σίγουρος για τον εαυτό του, το «Birdman» ασχολείται με μια μικρή, κοινή ανασφάλεια. Με τρόπο που, τελικά, δείχνει αριστουργηματικός αλλά κουκουλώνει το νόημα της ύπαρξής του.Για να ξεκαθαρίσουμε το βασικότερο, ο Μάικλ Κίτον, σ’ έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον οποίο οδηγούνταν σ’ ολόκληρη την καριέρα και τη ζωή του, είναι μεγαλειώδης. Ο ήρωάς του, ο Ρίγκαν Τόμσον, είναι ένας πάλαι ποτέ διάσημος εμπορικός κινηματογραφικός ηθοποιός – ο «Birdman» ενός υπερηρωικού franchise – ο οποίος, έχοντας πια μεγαλώσει και θέλοντας ν’ αναζητήσει την «αλήθεια» της τέχνης του, στρέφεται στο θέατρο, στο αμείλικτο σανίδι, διασκευάζοντας, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε έργο του Ρέιμοντ Κάρβερ. Το ταλέντο του και η εμπειρία της ζωής του έχουν προσδώσει – νομίζει – υπερηρωικές τηλεκινητικές ικανότητες αλλά η νέα στροφή στην καριέρα του αποδεικνύεται δύσκολη, όχι μόνο επειδή το κοινό τον έχει ξεχάσει και η κριτική τον σνομπάρει, αλλά κυρίως επειδή ο «Birdman» μέσα του τού μιλά ακατάπαυστα, προτρέποντάς τον να παρατήσει την ψευτοκουλτούρα και να «πετάξει» άλλη μια φορά στο εμπορικό σινεμά, παρασύροντας στο πέρασμά του εκατομμύρια θεατών. Γύρω του, η μειλίχια, γεμάτη κατανόηση σύζυγος, η αδύναμη κόρη που πολεμά με την αποτοξίνωση, ο φοβισμένος παραγωγός/δικηγόρος, οι συμπρωταγωνιστές του, γίνονται μάρτυρες μιας αυτοκαταστροφικής πορείας προς… τα πάνω. Απέναντί του, η νέμεσή του, ο «αληθινός» θεατρικό ηθοποιός, ο Μάικ του Εντουαρντ Νόρτον, βυθίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη στην τέχνη, αψηφώντας, δήθεν, την κοινή γνώμη, χωρίς να χρειάζεται «αποδοχή κι αγάπη».Κωμωδία; Και όμως ναι, μαύρη, πικρή, ιλαροτραγωδία για να είμαστε σωστοί, μια ταινία του φανταστικού του πνεύματος, ωστόσο αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης: ο Ινιάριτου πραγματεύεται όχι συναισθήματα και προβληματισμούς πανανθρώπινους, αλλά κάτι τόσο συγκεκριμένο όσο την αναμέτρηση του εμπορικού με το καλλιτεχνικό θέαμα και το ευάλωτο των υπάρξεων που καλούνται να υπηρετήσουν την τέχνη, των ηθοποιών.Για να το κάνει αυτό, βέβαια, ο πάντα υπερφίαλος, όσο και μεγαλόπνοος Ινιάριτου, χρησιμοποιεί εντυπωσιακά τα τερτίπια της δικής του τέχνης. Η ταινία αποτελείται από μια σειρά εκπληκτικών μονοπλάνων, που ακολουθούν τον δαίδαλο της δράσης των ηρώων, με την ένταση του μπερδεμένου τους μυαλού, μπαινοβγαίνοντας στους χώρους, τη σκηνή, τα παρασκήνια του θεάτρου και τους νεοϋρκέζικους δρόμους του Μπρόντγουεϊ χωρίς σταματημό, δημιουργώντας ένα ασίγαστο σύμπαν με τη βοήθεια της εξαιρετικά φωτισμένης φωτογραφίας του Εμάνιουελ Λουμπέσκι. Η παράδοση του θεάτρου, η σκηνή, η στατικότητά του και οι μεγαλόσχημοι (σε σχέση με το σύγχρονο σινεμά) διάλογοί του, ακόμα και η εκφορά του λόγου, χρησιμοποιούνται για την ίδια του την υπονόμευση, παρότι ο Ινιαρίτου δε μοιάζει, ακόμα, έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα που όλοι θα χειροκροτούσαμε, στο ν’ αγκαλιάσει επιτέλους το εμπορικό σινεμά με μια ταινία που, άλλωστε, έχει φιλοδοξίες εισιτηρίων. Αυτόν τον πληθωρισμό εικόνων υπογραμμίζει ανελέητα η μουσική του Αντόνιο Σάντσεζ, γεμάτη κρουστά που σφυροκοπούν ασταμάτητα το κεφάλι του θεατή, επισημαίνοντας τα ήδη κατανοητά.Με άλλα λόγια, το «Birdman» θα ήταν μια εκπληκτική ταινία αν δεν βασανιζόταν κι η ίδια από τα διλήμματα του ήρωά της: μια μάλλον αλαζονική αυτοαναφορικότητα, μια υπεροψία απέναντι στους «αδαείς», μια σοβαροφάνεια που γίνεται καταφανής ακόμα και στον τίτλο της: «Birdman or (The Unexpected Virtue of Ignorance», η απρόσμενη αρετή της άγνοιας, την οποία η ταινία φαινομενικά υπερθεματίζει αλλά ουσιαστικά καταδικάζει στο απόλυτο του θανάτου. Αυτά, ωστόσο, από έναν εξαιρετικά ικανό και ταλαντούχο σκηνοθέτη και μ’ έναν έξοχο ηθοποιό που, ειρωνικά, βρίσκει τη θέση του στο «καλλιτεχνικό» σινεμά μετά από δεκαετίες θητείας στο εμπορικό, με κορωνίδα τον υπερηρωικό του ρόλο στο «Batman Returns». Στο κάτω-κάτω, πετυχημένη είναι μια ταινία όταν απολαμβάνεις να την κουβεντιάζεις μαχητικά και για το «Birdman» θα έχουμε πολλά ακόμα να λέμε, όταν, γιατί όχι, πάρει το βραβείο ερμηνείας στη Βενετία και τραβήξει το δρόμο της για τα Οσκαρ.
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ)
The President
Mohsen Makhmalbaf
"Στο President ο πρόεδρος/δικτάτορας μια χώρας που δεν ονοματίζεται μαζί με τον εγγονό του βρίσκονται αντιμέτωποι με τους αντάρτες μετά από μια επανάσταση κατά του απολυταρχικού καθεστώτος το οποίο έχει επιβάλει ο πρωταγωνιστής μας. Μπορεί η ταινία να ξενίζει λίγο στην αρχή που μας παρουσιάζει τον κόσμο του δικτάτορα-πρωταγωνιστή αλλά μετέπειτα αποδεικνύει την καρδιά της που κρύβεται ανάμεσα στην ανάγκη του δικτάτορα να επιζήσει και την πραγματική αξία της ζωής του. Όταν όλοι τον θέλουν νεκρό πως μπορεί ο θεατής να συμπάσχει με ένα τέτοιου είδους πρωταγωνιστή; Η λαογραφική ματιά του σκηνοθέτη όμως σε συνδυασμό με τηνπαλιομοδίτικη ευαισθησία κρατάνε το θεατή δέσμιο των ασαφών ηθικών επιλογών και επιπτώσεων. Σ’ αυτό παίζει ρόλο και ο λυρισμός ορισμένων σκηνών που ορίζει μια αφήγηση πάνω από αμφιμονοσήμαντα διλήμματα." ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΣΠΡΟΛΟΥΠΟΣ