Αξιολόγηση: *****
Ένα διαμαντάκι από την Ουγγαρία για όσους έχουν μάθει να εκτιμούν την πρωτοτυπία, η οποία όμως οφείλει να είναι και επαρκώς συνειδητοποιημένη ώστε να αναγνωρίζει τα όριά της και να τιμά τις αναφορές της.Για όσους επίσης έχουν μάθει να εκτιμούν την γνήσια κινηματογραφικότητα, η οποία υπερβαίνει τον λόγο, την στεγνή λογική, αλλά και τον στείρο ηθικισμό που ταλανίζει κάποιες φορές την τέχνη, ώστε να αναχθεί σε ένα αμιγές και λυτρωτικό οπτικοακουστικό θέαμα. Για όσους ακόμη έχουν μάθει να εκτιμούν την ευαισθησία, δηλαδή την ικανότητα να μπαίνεις στη θέση του άλλου και να προσπαθείς να δεις τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Τέλος, για όσους και όσες έχουν μάθει να εκτιμούν τη φαντασία και τη δύναμη της αφήγησης να διαπλάθει την πραγματικότητα. Γιατί η πραγματικότητα τελικά δεν μπορεί παρά να είναι βιωμένη, δηλαδή ερμηνευμένη, με άλλα λόγια αφηγημένη. Όλ’ αυτά μαζί βάλτε τα εσείς σε όποια σειρά προτίμησης θέλετε και αφεθείτε σε μια σπάνια κινηματογραφική απόλαυση.
Για την υπόθεση της ταινίας δεν πρέπει να πούμε πολλά, για να μη σας χαλάσουμε την έκπληξη. Μπορούμε όμως να σας αποκαλύψουμε ότι έχει για ηρωίδα μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, ότι ξεκινά από την Ουγγαρία, στη συνέχεια μας ταξιδεύει στα ρουμανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, για να συνεχίσει σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό της Γερμανίας, κατόπιν στο Λίβερπουλ, κι από κει πίσω στην Ουγγαρία. Ο δε τίτλος της ταινίας, «Bibliotheque Pascal», είναι το όνομα ενός κλαμπ στο Λίβερπουλ. Ενός πολύ ιδιαίτερου κλαμπ, που συμπυκνώνει όλη την καλλιέργεια και ταυτόχρονα όλη τη διαστροφή του δυτικού πολιτισμού. Γενικά στην ταινία επικρατεί μια ατμόσφαιρα τσιρκολάνικη ή καμπαρετίστικη. Κάτι από Φελίνι πλανάται στον αέρα, αλλά και κάτι από τη «Σάντα Σάνγκρε» του Χοντορόφσκι, χωρίς όμως τις ακραίες βιαιότητες του τελευταίου. Κάποιοι άλλοι, ίσως όχι και τόσο ευφάνταστοι, παρομοίασαν το κλίμα της ταινίας με αυτό των ταινιών του Ντέιβιντ Λιντς, και ιδιαίτερα το «Mulholland Drive».
Η ταινία όμως, εκτός από άσκηση ατμόσφαιρας, φαντασίας, πρωτοτυπίας και κινηματογραφοφιλίας, είναι και ένα κοινωνικό δράμα εξαιρετικά συμπαγώς αγκιστρωμένο στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι σκηνές στην Ουγγαρία, η αρχή και το τέλος του ταξιδιού δηλαδή, είναι γυρισμένες περισσότερο στο στιλ του κοινωνικού ρεαλισμού του Κεν Λόουτς και μας επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, χτυπημένες από τη φτώχια και την ανεργία.
Συνολικά η ταινία ισορροπεί επιδέξια πάνω σε αρκετά τεντωμένα σχοινιά, είναι για παράδειγμα αρκετά πολύπλοκη, όχι όμως τόσο ώστε να γίνεται δυσνόητη, αρκετά πρωτότυπη, όχι όμως τόσο ώστε να μην μπορεί κανείς να εντοπίσει τις αναφορές της, αρκετά ευαίσθητη, όχι όμως τόσο ώστε να καταντά μελό ή ηθικίστικη, αρκετά εικαστική και εμπλουτισμένη με φαντεζί εικόνες, όχι όμως τόσο ώστε να καταντά μια στείρα αυτοπροβολή σκηνοθετικών ικανοτήτων.
Αν υπερβάλλει κάπου, είναι ίσως στη δύναμη που υπονοεί πως διαθέτει η ικανότητα των ανθρώπων να αφηγούνται ιστορίες. Αν δεν το υπονοήσει όμως αυτό μια ταινία, δηλαδή ένα ταξίδι στα όνειρα που βλέπουμε στο σκοτάδι με τα μάτια ανοιχτά, τότε ποιος θα το υπονοήσει;
Άγγελος Γιάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου