Το «Win Win» είναι μια τυπική «dramedy», δράμα δηλαδή ανάμικτο με κωμωδία, κινούμενο πάντοτε στα πλαίσια της καθημερινότητας των σχετικά εύπορων κατοίκων της αμερικάνικης Suburbia, δηλαδή όλου αυτού του προαστιακού συμπλέγματος της βορειοανατολικής Αμερικής που χαρακτηρίζεται από τις διώροφες κατοικίες με την αυλή με γκαζόν και το σκύλο. Στρατηγικής σημασίας για την επιτυχία μιας τέτοιας συνταγής είναι ένα σενάριο που να δίνει έμφαση στην ψυχολογία των ηρώων και τις έξυπνες και χιουμοριστικές ατάκες, αλλά κι ένας τουλάχιστον ικανός ηθοποιός που να μην χαρακτηρίζεται από τα πρότυπα «υπερήρωα» του Χόλιγουντ: νιάτα, ομορφιά, μούσκουλα, σεξ απίλ. Ακριβώς δηλαδή ό,τι είναι ο Πολ Τζιαμάτι, ο γνωστός μας από το «Πλαγίως» και τον «Τρόπο του Μπάρνεϊ» ποντικομούρης που ειδικεύεται σε ρόλους νευρωτικών και λούζερς.
Στο «Win Win» υποδύεται τον Μάικ, έναν σαραντάρη δικηγόρο που δεν τα πάει και τόσο καλά στη δουλειά του κι αποφασίζει να ρεφάρει κάνοντας μια μικρή κομπίνα εις βάρος ενός ηλικιωμένου πελάτη του που πάσχει από άνοια. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν εμφανίζεται από το πουθενά ο Κάιλ, εγγονός του ηλικιωμένου, ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος εσωστρεφής, λιγομίλητος, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και τατουάζ, που κρύβει όμως μια εσωτερική δύναμη και ένα ταλέντο για το άθλημα της πάλης. Ο Κάιλ θα εμπλακεί στις οικογενειακές και επαγγελματικές υποθέσεις του Μάικ, ενώ παράλληλα θα επιχειρήσει να οδηγήσει στη δόξα την ομάδα πάλης που προπονεί ερασιτεχνικά ο Μάικ. Ταινία συνταγής είναι λοιπόν το «Win Win» και η συνταγή εκτελείται με επιτυχία.
Υπάρχουν ανθρώπινες συγκρούσεις, ηθικά διλήμματα, χιούμορ, ειρωνεία, ακόμα και μια υποψία κοινωνικής κριτικής, αν αναλογιστούμε το πλαίσιο οικονομικής κρίσης στο οποίο κινείται ο Μάικ, υπάρχει και η πάντα ξεχωριστή ερμηνεία του Τζιαμάτι, το πρόβλημα όμως είναι ότι όλ’ αυτά παραείναι μετρημένα με τη μεζούρα και με τις άκρες πάντα στρογγυλεμένες, μην τυχόν και απογοητεύσουμε κανέναν θεατή. Εκεί που κατά τη γνώμη μας η ταινία ξεφεύγει από τα προδιαγεγραμμένα είναι στην ερμηνεία του πρωτοεμφανιζόμενου δεκαεπτάχρονου παλαιστή Άλεξ Σέφερ, ο οποίος υποδύεται τον Κάιλ θυμίζοντας Σον Πεν στα νιάτα του, με τρόπο λιτό και υπόγειο, οικοδομώντας σταδιακά έναν αινιγματικό χαρακτήρα που αποκαλύπτεται λίγο-λίγο και τελικά απογειώνεται.
Εξαιρετικό πορτρέτο εφήβου, ιδανικό για θέαση και από οικογένειες με παιδιά αντίστοιχης ηλικίας που ψάχνουν κάτι για να δουν και να συζητήσουν κατόπιν όλοι μαζί – αν υπάρχει ακόμα αυτό το είδος οικογένειας, που πολύ αμφιβάλλω.
Άγγελος Γιάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου