Αξιολόγηση: *****
Τρία αγαπημένα κινηματογραφικά θέματα:
Ο πληρωμένος δολοφόνος: Κάποιος που μοιάζει να έχει παγώσει τον συναισθηματικό του κόσμο. Ψυχρός. Υπολογιστής. Και τελικά ακαταμάχητα γοητευτικός. Ίσως γιατί συναισθανόμαστε ότι κατά βάθος η παγερή του στάση οφείλεται σε υπέρμετρη ευαισθησία. Ο πληρωμένος δολοφόνος είναι κάποιος που πιστεύει τόσο πολύ στον Άνθρωπο, ώστε να έχει απογοητευτεί πλήρως από τους ανθρώπους, τη μικρότητα και τις αδυναμίες τους. Σκοτώνει χωρίς δισταγμούς ίσως γιατί είναι ήδη νεκρός ο ίδιος. Νεκρός από ελπίδα. «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, 1967.
Ο μοναχικός συλλέκτης ήχων: Ο ωτακουστής της ζωής. Ο εθισμένος στο περιθώριο και στο παρασκήνιο, αυτός που δεν τολμά να διεκδικήσει τίποτα για τον εαυτό του, γιατί είναι πεπεισμένος ότι δεν το δικαιούται. Ίσως γιατί είναι απογοητευμένος από τον εαυτό του. Ίσως γιατί είναι απογοητευμένος από τους άλλους. Με τους ήχους που συλλέγει συνθέτει φανταστικούς κόσμους και δραπετεύει σε αυτούς. Ο ονειροπόλος. «Μπλόου-Άουτ», Μπράιαν ντε Πάλμα, 1981.
Η μεγαλούπολη: Η ελπίδα όλων όσων έχουν κάτι να κρύψουν. Τη μοναξιά τους, την αμαρτία τους, την απελπισία τους. Άλλα και όλων όσων ψάχνουν για κάτι. Η μεγαλούπολη προσελκύει ταυτόχρονα τους πιο απονεκρωμένους, αλλά και τους πιο ζωντανούς ανθρώπους. Γι’ αυτό και είναι συναρπαστική, μοιάζει με ταινία, έχει τους δικούς της ρυθμούς. «Η Αλίκη στις πόλεις», Βιμ Βέντερς, 1974.
Ο πληρωμένος δολοφόνος: Μια γοητευτική και μυστηριώδης γυναίκα. Ασκεί ένα τελείως πεζό επάγγελμα: εργάζεται στην κεντρική λαϊκή αγορά του Τόκιο. Συχνά όμως μεταμορφώνεται σε μια αμείλικτη εκτελέστρια. Τις Κυριακές συνηθίζει να επισκέπτεται το νεκροταφείο και να πλένει τους τάφους των θυμάτων της. Δεν μιλάει πολύ, δεν έχει κοινωνική ζωή, ο μόνος της φίλος είναι…
Ο μοναχικός συλλέκτης ήχων: Ένας παραιτημένος πενηντάρης ηχολήπτης. Ανομολόγητα ερωτευμένος με τη γυναίκα, για την πραγματική ζωή της οποίας δεν γνωρίζει τίποτα. Ζει σιωπηρά χαμένος μέσα στη…
Μεγαλούπολη: Το Τόκιο. Ένα σύμπλεγμα ουρανοξυστών, ανισόπεδων κόμβων, δρόμων που θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιαδήποτε άλλη μεγαλούπολη της γης, ξενοδοχείων για ζευγάρια με αυτόματα μηχανήματα αντί για ρεσεψιόν και λαϊκών εστιατορίων που σερβίρουν σούσι και ράμεν, μια σούπα που τρώγεται απαραιτήτως με ηχηρό ρούφηγμα.
Ο χάρτης των ήχων του Τόκιο, Ιζαμπέλ Κοιχέτ, 2009: Ταινία που διαπλέκει τρία κλασικά κινηματογραφικά μοτίβα μαζί με μια σειρά πρόσθετων στοιχείων, αναφορές σε ταινίες, στην ιαπωνική κουλτούρα, μουσική, μοντάζ, χρώματα και ήχους για να φτιάξει ένα αμιγές κινηματογραφικό βίωμα, ένα αισθητικό και συναισθηματικό τριπ που έχει το δυναμικό για να καθηλώσει κάθε θεατή που διαθέτει τη θέληση, αλλά και την ικανότητα να ανοίξει μάτια, αυτιά και καρδιά και να τη δεχτεί. Προαπαιτούμενα είναι η αποδοχή των αργών ρυθμών, απολύτως απαραίτητων για να διεισδύσει βαθιά μέσα μας μια τόσο πυκνή ταινία, η αποδοχή μια κάπως προσχηματικής ιστορίας, η οποία δεν αποτελεί παρά ένα αφηγηματικό εργαλείο της ταινίας, και κυρίως η αποδοχή ότι ο κινηματογράφος τελικά δεν είναι ούτε λόγος, ούτε αφήγηση, ούτε μουσική, είναι ένα συγκεκριμένο και εντελώς μοναδικό συνονθύλευμα όλων αυτών και πολλών ακόμα στοιχείων, που δεν εισπράττεται και δεν αποκωδικοποιείται παρά μόνο σαν αυτό που είναι: κινηματογράφος και τίποτε άλλο.
Άγγελος Γιάννου